Σπαθιά,
κάστρα, δρόμωνες, o
Άγιος Αρσένιος, αγγαρείες, Λευθεριώτες, αγιόδουλοι, καστρηνοί - εξωκαστρηνοί,
δεκαρχίες, εναλλαγές κατακτητών με τελική επικράτηση των Βενετσιάνων,
επιδρομές, κοινωνικοί μετασχηματισμοί και εισαγωγή του φεουδαλικού (Κόντε μου!)
συστήματος από την Δύση είναι μερικά από τα στοιχεία που όριζαν τον Μεσαίωνα
της Κέρκυρας. Μια εποχή κρυμμένη πίσω από πολλούς αιώνες, εχθρικά διακειμένη σε
κάθε προσπάθεια να σχηματιστεί μια ξεκάθαρη άποψη γι’ αυτήν. Πάρα ταύτα, μας
έχει αφήσει πίσω κάποια κατάλοιπα για να ασχολούνται οι ειδικοί και να τα
χαζεύουν οι υπόλοιποι. Χτίσματα, έγγραφα, λαογραφικά στοιχεία, οικισμοί,
επίθετα, τοπωνύμια και διάφορα άλλα. Όλα αυτά εν τέλει επιτρέπουν να γίνει τουλάχιστον
μια τμηματική και αμυδρή ανασύνθεση της εικόνας του οικιστικού και κοινωνικού
πλέγματος τση μεσαιωνικής Κορυφούς, προσφέροντας έτσι και μια βάση για
υποθέσεις, αλλά και φαντασία για τους μη επιστήμονες.
Εδώ λοιπόν παρουσιάζονται κάποια χτίσματα, κυρίως ναοί και οι λίγες οχυρώσεις, που έπειτα από εξαντλητική ανάκριση, παραδέχτηκαν τη μεσαιωνικότητά τους. Τα περισσότερα βέβαια, όσον αφορά τους ναούς, είναι απλώς μεταγενέστερες ανοικοδομήσεις στη θέση παλαιότερων, χωρίς δείγματα ιδιαίτερης παλαιότητας. Άλλα έχουν κάνει λίφτινγκ ενσωματώνοντας τμήματα παλαιότερων χτισμάτων. Λίγα διατηρούν αναλλοίωτη, όσο γίνεται, την αρχική τους μορφή. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις η χρονολόγηση είναι μη επιστημονική, με βάση την παράδοση ή μια υπόθεση και σαφώς θα έχουν γίνει λάθη. Όπως και να έχει, σίγουρα κάποια απ' αυτά τα ανέγειραν οι ρακένδυτοι προ-προ-προ-προ-προ και βάλε, παππούδες κάποιων από μας, με τα χέρια τους, σε ένα χρονολογικό φάσμα από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. Πάντως όλα παρουσιάζουν ιστορικό, πολιτισμικό και σε μερικές περιπτώσεις αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Δίνουν μια ένδειξη για την αρχαιότητα και το είδος τσ' ανθρώπινης δραστηριοποίησης σε κάποια περιοχή του νησιού, όπως άλλωστε κάνει κάθε απομεινάρι που μας έχουν αφήσει τα χρόνια τα παγιά.
Εδώ λοιπόν παρουσιάζονται κάποια χτίσματα, κυρίως ναοί και οι λίγες οχυρώσεις, που έπειτα από εξαντλητική ανάκριση, παραδέχτηκαν τη μεσαιωνικότητά τους. Τα περισσότερα βέβαια, όσον αφορά τους ναούς, είναι απλώς μεταγενέστερες ανοικοδομήσεις στη θέση παλαιότερων, χωρίς δείγματα ιδιαίτερης παλαιότητας. Άλλα έχουν κάνει λίφτινγκ ενσωματώνοντας τμήματα παλαιότερων χτισμάτων. Λίγα διατηρούν αναλλοίωτη, όσο γίνεται, την αρχική τους μορφή. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις η χρονολόγηση είναι μη επιστημονική, με βάση την παράδοση ή μια υπόθεση και σαφώς θα έχουν γίνει λάθη. Όπως και να έχει, σίγουρα κάποια απ' αυτά τα ανέγειραν οι ρακένδυτοι προ-προ-προ-προ-προ και βάλε, παππούδες κάποιων από μας, με τα χέρια τους, σε ένα χρονολογικό φάσμα από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. Πάντως όλα παρουσιάζουν ιστορικό, πολιτισμικό και σε μερικές περιπτώσεις αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Δίνουν μια ένδειξη για την αρχαιότητα και το είδος τσ' ανθρώπινης δραστηριοποίησης σε κάποια περιοχή του νησιού, όπως άλλωστε κάνει κάθε απομεινάρι που μας έχουν αφήσει τα χρόνια τα παγιά.
Η
αναζήτηση και επίσκεψη αυτών των χτισμάτων προσφέρει και μια καλύτερη γνωριμία
με τον Κορφιάτικο χώρο καθότι βρίσκονται διάσπαρτα από την χώρα και τα μπόργκα
ως την εξοχή και τα χωριά. Ένας συνδυασμός βόρτας στην κερκυραϊκή ύπαιθρο με
ένα ταξίδι στον χρόνο, αναζητώντας κατασκευές μακρινών εποχών.
Στην Xώρα
Η πόλη τση Κορυφούς υποθέτουμε ότι
άρχισε να αναπτύσσεται στο δίκορφο ακρωτήρι κατά τον 6ο με 7ο
αιώνα μ.Χ. Οι καταστροφές στην αρχαία πόλη από τσου Γότθους και η γενικότερη
παρακμή οδήγησαν τσου Κορκυραίους να μετοικήσουν εκεί για ασφάλεια και μια νέα
αρχή. Τα χρόνια περνούσαν, κατακτητές εναλλάσσονταν, η πόλη μεγάλωνε, οι
δραστηριότητες επεκτείνονταν και κατά τις αρχές του 14ου αιώνα θα
πρέπει να γεννήθηκε και το μπόργκο. Έκτοτε τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ και
όσοι μάρτυρες εκείνης της εποχής επέζησαν αρνούνται πεισματικά να αποκαλύψουν
αυτά που είδαν.
Παλαιό Φρούριο
Το σήμα κατεθέν της
Κέρκυρας δεν χρειάζεται συστάσεις και περιγραφές. Πιστός φρουρός της,
γερασμένος πια και με το όπλο παρά πόδα θυμίζει αγκυροβολημένο παροπλισμένο
θωρηκτό. Την τωρινή του μορφή την πήρε κατά την περίοδο των Βενετσιάνων, των
Εγγλέζων αλλά και από τσι βόμβες του Β΄ Π.Π, που αλλοίωσαν δραματικά την όψη
του. Η ιστορία του πάει πολύ πίσω στο χρόνο καθότι στον χώρο αυτό βρισκόταν η
μεσαιωνική πόλη της Κέρκυρας ή αλλιώς Κορυφώ την οποία συναντάμε πρώτη φορά με
αυτό το όνομα το 968 μ.Χ, σε μια αναφορά του επισκόπου Κρεμόνας Λιουτπράνδου.
Η πόλη τότε ήταν περιορισμένη ανάμεσα από τσι δυο κορφές της χερσονήσου. Προστατευόταν από τείχος και το απόκρημνο ανάγλυφο του εδάφους. Στο σημείο που ενωνόταν η χερσόνησος με τη στεριά, διέθετε δύο υποτυπώδη λιμάνια που το ένα το 'πιανε η τραμουντάνα και το άλλο η όστρια. Η πρόσβαση στην πόλη γινότανε από μια πύλη, την Σιδηρά Πόρτα, η οποία ήταν ενσωματωμένη σε ένα οχυρό. Αυτή ανοιγόταν στο δυτικό τείχισμα της πόλης, το οποίο μάλλον βρισκόταν πάνω-κάτω στη θέση του κτιρίου που στεγάζει το ιστορικό αρχείο και την δημόσια βιβλιοθήκη. Στην βόρεια και νότια άκρη αυτού του τειχίσματος ορθώνονταν δύο πύργοι. Οχυρώσεις υπήρχαν και στις δύο κορυφές της χερσονήσου. Σε αυτόν το χώρο, όπου υπήρχαν σπίτια, εργαστήρια, αποθήκες, ο απολεσθέντας πια καθεδρικός ναός των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζούσαν και δραστηριοποιούνταν οι κάτοικοι τση πόλης, μαζί με τους καταχτητές τους, Ανδηγαυούς και μετέπειτα Βενετσιάνους. Με το πέρας των χρόνων και τον περιτειχισμό του μπόργκου στα τέλη του 16ου αιώνα, η χρήση του Παλαιού Φρουρίου περιορίστηκε σε στρατιωτική και διοικητική και η πόλη πια άνθιζε στο σημερινό ιστορικό της κέντρο.
Η πόλη τότε ήταν περιορισμένη ανάμεσα από τσι δυο κορφές της χερσονήσου. Προστατευόταν από τείχος και το απόκρημνο ανάγλυφο του εδάφους. Στο σημείο που ενωνόταν η χερσόνησος με τη στεριά, διέθετε δύο υποτυπώδη λιμάνια που το ένα το 'πιανε η τραμουντάνα και το άλλο η όστρια. Η πρόσβαση στην πόλη γινότανε από μια πύλη, την Σιδηρά Πόρτα, η οποία ήταν ενσωματωμένη σε ένα οχυρό. Αυτή ανοιγόταν στο δυτικό τείχισμα της πόλης, το οποίο μάλλον βρισκόταν πάνω-κάτω στη θέση του κτιρίου που στεγάζει το ιστορικό αρχείο και την δημόσια βιβλιοθήκη. Στην βόρεια και νότια άκρη αυτού του τειχίσματος ορθώνονταν δύο πύργοι. Οχυρώσεις υπήρχαν και στις δύο κορυφές της χερσονήσου. Σε αυτόν το χώρο, όπου υπήρχαν σπίτια, εργαστήρια, αποθήκες, ο απολεσθέντας πια καθεδρικός ναός των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζούσαν και δραστηριοποιούνταν οι κάτοικοι τση πόλης, μαζί με τους καταχτητές τους, Ανδηγαυούς και μετέπειτα Βενετσιάνους. Με το πέρας των χρόνων και τον περιτειχισμό του μπόργκου στα τέλη του 16ου αιώνα, η χρήση του Παλαιού Φρουρίου περιορίστηκε σε στρατιωτική και διοικητική και η πόλη πια άνθιζε στο σημερινό ιστορικό της κέντρο.
Σήμερα δεν έχει απομείνει
κάτι εμφανές που να θυμίζει την Κορυφώ αφού ό,τι κατασκευή υπάρχει ανάγεται
στον 16ο αιώνα και μετά. Δεν αποκλείεται βέβαια να κρύβονται κάπου
τίποτα θεμέλια κατασκευών παλαιότερων εποχών.
Υ.Θ. Αντιβουνιώτισσα
Ο
ναός μαζί με τη σκαλινάδα που οδηγεί σ' αυτόν, υψώνεται πάνω απ' τα Μουράγια
γεννώντας μια γραφικότατη εικόνα, ιδιαίτερη γνώριμη. Πρόκειται για ένα καθαρό
δείγμα επτανησιακής μονόχωρης βασιλικής και το μοναδικό που διασώζει πλήρως τον
εξωνάρθηκα που περιβάλλει τις τρεις πλευρές του. Γι' αυτό καθίσταται ένα από τα
σημαντικότερα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης. Όμως, λόγω του περιβάλλοντος
χώρου και του τοίχου που τον περιβάλλει, δεν επιτρέπει το μάτι να σχηματίσει μια
καλή εικόνα γι' αυτόν.
Το κτίριο μπορεί να μην ανήκει στον Μεσαίωνα, καθότι είναι νεότερο, 16ου ή 17ου αιώνα με μεταγενέστερες διαμορφώσεις, όμως ο ναός ήταν ήδη υπαρκτός το 1497. Στις πηγές του 16ου αιώνα η θέση του προσδιορίζεται στο Ιουδαϊκό Όρος και εμφανίζεται ως συναδελφικός. Σήμερα λειτουργεί και ως εκκλησιαστικό μουσείο εκθέτοντας σημαντικά δείγματα εκκλησιαστικής εικονογραφικής τέχνης, ενώ διασώζει και παλαιές τοιχογραφίες.
Το κτίριο μπορεί να μην ανήκει στον Μεσαίωνα, καθότι είναι νεότερο, 16ου ή 17ου αιώνα με μεταγενέστερες διαμορφώσεις, όμως ο ναός ήταν ήδη υπαρκτός το 1497. Στις πηγές του 16ου αιώνα η θέση του προσδιορίζεται στο Ιουδαϊκό Όρος και εμφανίζεται ως συναδελφικός. Σήμερα λειτουργεί και ως εκκλησιαστικό μουσείο εκθέτοντας σημαντικά δείγματα εκκλησιαστικής εικονογραφικής τέχνης, ενώ διασώζει και παλαιές τοιχογραφίες.
Κατοικία στο καντούνι Φιλελλήνων
Πρόκειται
καθαρά για υπόθεση αλλά άξια αναφοράς. Η οικία αυτή, γνωστή και ως οικία
Μαστρακά, θεωρείται το παλαιότερο χτίσμα της πόλης, του 1497, όταν το μπόργκο
ήταν ακόμη ατείχιστο. Λένε μάλιστα πως είναι το μόνο διασωθέν χτίσμα της
καταστροφής που έφερε το πρώτο τουρκικό ασέδιο το 1537. Χαρακτηριστικό είναι το
περίτεχνα σκαλισμένο αμπέλι στο περιθύρωμα τση πόρτας. Αντίγραφό του υπάρχει
και σε ναό της Λευκίμμης.
Άγιος Νικόλαος ντε Βέκκιος
Άγιος Νικόλαος ντε Βέκκιος
Ο
Άγιος Νικόλαος dei Vecchi
(των Γερόντων) φρουρεί επί αιώνες τα σύνορα του γραφικού Καμπιέλλου. Ανάγει την
ύπαρξή του σε εποχή προ του 1497, χρονιά κατά την οποία πρωτοαπαντάται στα
τεκμήρια που αναφέρουν ότι κατέστη συναδερφικός από ιδιόκτητος. Τότε ήταν
γνωστός ως Άγιος Νικόλαος των Αλβανιτών. Εμφανίζεται διαρκώς στις πηγές του 16ου
αιώνα και δεν φαίνεται να μετακινήθηκε ποτέ από την αρχική του θέση, παρόλες τις
αναταραχές που γνώρισε το μπόργκο κατά τα ασέδια του 16ου αιώνα.
Γύρω στο 1577 ενώθηκε με τον ναό του Αγίου Λαζάρου, που επρόκειτο να
κατεδαφιστεί λόγω τειχισμού της πόλης, τιμώμενος στα ονόματα και των δυο Αγίων.
Διετέλεσε επίσης ως καθεδρικός ναός των μεγάλων Πρωτοπαπάδων μέχρι το 1712. Σήμερα
τιμάται και στο όνομα του Ταξιάρχη μετά την καταστροφή του αντίστοιχου ναού στο
Καμπιέλλο. Να σημειωθεί ότι ο Ταξιάρχης
ήταν ήδη υπαρκτός το 1462 και παρότι επλήγη σοβαρά από τις ιταλικές βόμβες του
Β΄Π.Π, έμενε όρθιος, για να κατεδαφιστεί, δυστυχώς, μεταγενέστερα, για
άγνωστους λόγους.
Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μονόκλιτης βασιλικής. Διαθέτει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ιερού το οποίο θεωρείται από τα παλαιότερα του νησιού ενώ περιλαμβάνει και αξιόλογες αγιογραφίες και διάφορα άλλα κειμήλια. Επίσης υπάρχει και άμβωνας στο βόρειο τμήμα του. Κτιριακά ανήκει σε πιο πρόσφατες εποχές.
Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μονόκλιτης βασιλικής. Διαθέτει περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του ιερού το οποίο θεωρείται από τα παλαιότερα του νησιού ενώ περιλαμβάνει και αξιόλογες αγιογραφίες και διάφορα άλλα κειμήλια. Επίσης υπάρχει και άμβωνας στο βόρειο τμήμα του. Κτιριακά ανήκει σε πιο πρόσφατες εποχές.
Άγιοι Πατέρες
Ο
ναός των Αγίων Πατέρων στην ομώνυμη γειτονιά, ήταν ήδη υπαρκτός το 1497 σύμφωνα
με νοταριακό έγγραφο στο οποίο η ιδιοκτήτριά του τον αφήνει στο Ιερό Τάγμα και
στους Συνδίκους της πόλης. Στους μετέπειτα αιώνες εμφανίζεται ως συναδελφικός.
Τιμάται και στον όνομα του Άγιου Αρσένιου.
Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται στο 1766 οπότε υπέστη μετασκευές και διαμορφώθηκε η καλοδουλεμένη πρόσοψή του, της οποίας η τεχνοτροπία φέρνει σε υστερομπαρόκ μνημεία της Βενετίας. Μέχρι πρόσφατα έστεκε ασκεπής και εγκαταλελειμμένος, απόρροια των βομβαρδισμών του Β΄ Π.Π που έπληξαν την ευρύτερη περιοχή, αλλά τώρα έχει ανακαινιστεί. Διασώζονται και τοιχογραφίες του 18ου αιώνα.
Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται στο 1766 οπότε υπέστη μετασκευές και διαμορφώθηκε η καλοδουλεμένη πρόσοψή του, της οποίας η τεχνοτροπία φέρνει σε υστερομπαρόκ μνημεία της Βενετίας. Μέχρι πρόσφατα έστεκε ασκεπής και εγκαταλελειμμένος, απόρροια των βομβαρδισμών του Β΄ Π.Π που έπληξαν την ευρύτερη περιοχή, αλλά τώρα έχει ανακαινιστεί. Διασώζονται και τοιχογραφίες του 18ου αιώνα.
Άγιοι Αντώνιος & Ανδρέας
Η
εκκλησία αυτή απόχτησε τη σημερινή της μορφή μετά από επεμβάσεις κατά τα μέσα
του 18ου αιώνα, αλλά η ακριβής ηλικία του κτιρίου δεν είναι γνωστή. Μορφολογικά
είναι μια μονόκλιτη βασιλική με σταυροθόλια στην οροφή της, ένα ασυνήθιστο
δεδομένο για ορθόδοξο ελληνικό ναό. Φέρει περίτεχνο μαρμάρινο εικονοστάσιο,
μπαρόκ τεχνοτροπίας του 1775, έργο του αρχιτέκτονα και γλύπτη Α. Τριβόλη -
Πιερρή.
Η αρχαιότερη μνεία του ναού έρχεται από το 1497, ενώ το 1523 αιώνα ο ναός είχε συμπεριληφθεί σ' έναν κατάλογο κατεδαφιστέων κτισμάτων αλλά δεν είναι γνωστό αν προχώρησε η κατεδάφιση. Πολύ πιθανό να πραγματοποιήθηκε τελικά η μετακίνηση και ανακατασκευή του ναού στη σημερινή του θέση.
Η αρχαιότερη μνεία του ναού έρχεται από το 1497, ενώ το 1523 αιώνα ο ναός είχε συμπεριληφθεί σ' έναν κατάλογο κατεδαφιστέων κτισμάτων αλλά δεν είναι γνωστό αν προχώρησε η κατεδάφιση. Πολύ πιθανό να πραγματοποιήθηκε τελικά η μετακίνηση και ανακατασκευή του ναού στη σημερινή του θέση.
Ο
ναός ή καλύτερα ο προκάτοχός του κτιριακά, όπου κι αν ήταν, σύμφωνα με μια
άποψη σχετίζεται με ένα ιδιαίτερο γεγονός. Θεωρείται ότι σ' αυτόν χοροστάτησε ο
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄ σε λειτουργία, υπό την παρουσία του προτελευταίου
αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Παλαιολόγου του Η΄, ανήμερα του Αγίου Αντωνίου
το 1437. Το γεγονός μνημονεύει ο Μέγας Εκκλησιάρχης Σιλβέστρος Συρόπουλος. Ο
αυτοκράτορας με την κομπανία του είχαν σταθμεύσει στην Κέρκυρα, βρισκόμενοι
καθ’ οδόν προς Φερράρα. Πήγαιναν για να μετάσχουν στη σύνοδο που είχε στόχο την
επανένωση ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, με την ελπίδα ότι θα πετύχουν εκ
δυσμών βοήθεια για τη σωτηρία της καταρρέουσας Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας.
Υ. Θ. Αννουντσιάτα (Ευαγγελίστρια)
Το στολισμένο με την
απήδαλο ναυ, πυργοειδές καμπαναριό και ένα μικρό τμήμα τση πρόσοψης είναι ό,τι
έχει απομείνει από τον καθολικό ναό της Αννουντσιάτα. Ιστορικός ναός ο οποίος, όπως και οι περισσότεροι ναοί της
πόλεως, αποτελούσε ένα κομμάτι ισχυρά συνδεδεμένο με την κοινωνία του τόπου.
Ο ναός, σύμφωνα με το ιδρυτικό της έγγραφο, χτίστηκε το 1393 από τον Petrus Capece, οποίος το 1367, επί Ανδηγαυών, είχε διατελέσει capitaneus generalis δηλαδή επικεφαλής της διοίκησης της Κέρκυρας. Η περιοχή που οικοδομήθηκε η μονή εκείνη την εποχή βρισκόταν έξω από το μπόργκο. Εγκαινιάστηκε το 1394 και παραδόθηκε στο τάγμα των μοναχών του σαντ’ Αγκοστίνο. Στα επόμενα χρόνια κατέστη σημαντικό θρησκευτικό κέντρο των λατίνων στην Κέρκυρα. Επίσης κατείχε σημαντική ακίνητη περιουσία από δωρεές. Κατά τα ασέδια του 16ου αιώνα υπέστη σοβαρές ζημιές και το 1542 ανακαινίστηκε εκ θεμελίων όπως πιστοποιεί νοταριακό τεκμήριο. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι έχει συνδεθεί με τη μπατάγια της Ναυπάκτου που έγινε το 1571. Εδώ είχαν ενταφιαστεί λείψανα πεσόντων, όπως μνημονεύει μαρμάρινη πλάκα στο σωζόμενο τμήμα του ναού, ενώ κυκλοφορεί και η φήμη, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί ως γεγονός, ότι ο δημιουργός του Δον Κιχώτη, Μιγκελ ντε Θερβάντες νοσηλεύτηκε στη μονή ως αποτέλεσμα του σοβαρού τραυματισμού που υπέστη στη μάχη. Ακόμη, λέγεται ότι ο Δον Ζουάν ο Αυστριακός, επιστρέφοντας νικητής από τη ναυμαχία, δώρισε στη μονή μια αιχμαλωτισμένη τουρκική γαλέρα για αποκατάσταση, με τα ξύλα της, ζημιών που είχαν προκληθεί κατά το ασέδιο του 1571. Το 1713 καταργήθηκε η μονή και μετατράπηκε σε ιεροσπουδαστήριο. Ο ναός χάθηκε, μαζί με τόσα άλλα θύματα, ανθρώπινες ζωές και χτίρια, κατά την αποφράδα νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου του 1943, στον Ναζιστικό εμπρηστικό βομβαρδισμό.
Ο ναός, σύμφωνα με το ιδρυτικό της έγγραφο, χτίστηκε το 1393 από τον Petrus Capece, οποίος το 1367, επί Ανδηγαυών, είχε διατελέσει capitaneus generalis δηλαδή επικεφαλής της διοίκησης της Κέρκυρας. Η περιοχή που οικοδομήθηκε η μονή εκείνη την εποχή βρισκόταν έξω από το μπόργκο. Εγκαινιάστηκε το 1394 και παραδόθηκε στο τάγμα των μοναχών του σαντ’ Αγκοστίνο. Στα επόμενα χρόνια κατέστη σημαντικό θρησκευτικό κέντρο των λατίνων στην Κέρκυρα. Επίσης κατείχε σημαντική ακίνητη περιουσία από δωρεές. Κατά τα ασέδια του 16ου αιώνα υπέστη σοβαρές ζημιές και το 1542 ανακαινίστηκε εκ θεμελίων όπως πιστοποιεί νοταριακό τεκμήριο. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι έχει συνδεθεί με τη μπατάγια της Ναυπάκτου που έγινε το 1571. Εδώ είχαν ενταφιαστεί λείψανα πεσόντων, όπως μνημονεύει μαρμάρινη πλάκα στο σωζόμενο τμήμα του ναού, ενώ κυκλοφορεί και η φήμη, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί ως γεγονός, ότι ο δημιουργός του Δον Κιχώτη, Μιγκελ ντε Θερβάντες νοσηλεύτηκε στη μονή ως αποτέλεσμα του σοβαρού τραυματισμού που υπέστη στη μάχη. Ακόμη, λέγεται ότι ο Δον Ζουάν ο Αυστριακός, επιστρέφοντας νικητής από τη ναυμαχία, δώρισε στη μονή μια αιχμαλωτισμένη τουρκική γαλέρα για αποκατάσταση, με τα ξύλα της, ζημιών που είχαν προκληθεί κατά το ασέδιο του 1571. Το 1713 καταργήθηκε η μονή και μετατράπηκε σε ιεροσπουδαστήριο. Ο ναός χάθηκε, μαζί με τόσα άλλα θύματα, ανθρώπινες ζωές και χτίρια, κατά την αποφράδα νύχτα της 13ης Σεπτεμβρίου του 1943, στον Ναζιστικό εμπρηστικό βομβαρδισμό.
Το
εσωτερικό του ναού ήταν διαιρεμένο σε τρία μέρη και περιλάμβανε γλυπτό
διάκοσμο, μνημεία και επιτύμβιες πλάκες στολισμένες με παραστάσεις και οικόσημα
μπαρόκ αισθητικής. Η πρόσοψή του είχε τρία στρογγυλά παράθυρα, διάκοσμο, τμήμα
του οποίου σώζεται και μια μικρή μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στην μοναδική
είσοδο. Το πυργοειδές καμπαναριό ανάγεται στον 18ο αιώνα.
Αξίζει
να αναφερθεί ότι φωτογραφίες διαβεβαιώνουν δείχνουν ότι η εκκλησιά μετά τον
βομβαρδισμό του 1943 δεν είχε ισοπεδωθεί εντελώς. Είχαν διασωθεί οι τοίχοι της,
η πρόσοψή της και φυσικά το καμπαναριό. Έστεκε εκεί ερειπωμένη μέχρι το 1953
οπότε ελήφθη η απόφαση από τσ’ αρχόντους, να κατεδαφιστεί το ιστορικό αυτό
μνημείο. Για τις αιτίες της κατεδάφισης πολλά έχουν λεχθεί χωρίς να διαφαίνεται
κάτι ξεκάθαρα. Στατική ανεπάρκεια του κουφαριού; Αλλαγή της ρυμοτομίας και
διαφορετική χωροταξία; Δογματικοί λόγοι και κοινωνικές αντιπαραθέσεις; Δύσκολες
συνθήκες και περιορισμένες δυνατότητες;
Άγιος Φραγκίσκος
Ο ιστορικός καθολικός
ναός αποφεύγει εύκολα τα βλέμματα των περαστικών διότι κρύβεται πίσω από τα
χτίρια που τον περιβάλλουν και είναι χτισμένος σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό
της οδού.
Το έτος ανέγερσης του ναού είναι άγνωστο αλλά είναι επιβεβαιωμένο ότι αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Άγγελο. Ένα σενάριο τοποθετεί την κατασκευή του στα χρόνια των δεσποτών της Ηπείρου (1214 – 1259) και την παραχώρηση του σε Έλληνιδες καλόγριες. Λέγεται ότι το 1367, επί Ανδηγαυών (1267- 1386), ο ναός αποδόθηκε σε μοναχούς του τάγματος του Σαν Φρανσέσκο ντ’ Ασσίζι (ο γνωστός Φτωχούλης του Θεού) οι οποίοι θα τον μετατρέψουν σε αξιόλογο για την εποχή θρησκευτικό κέντρο. Από τα τεκμήρια διαπιστώνεται ότι η νέα ονομασία επικρατεί μετά τα μέσα του 16ου αιώνα. Όσο για το κοινόβιο, το βέβαιο είναι ότι άρχισε να λειτουργεί ή να επαναλειτουργεί μπριχού το 1482. Τον 16ο αιώνα ο ναός ανοικοδομήθηκε ή επισκευάστηκε λόγω των ζημιών έφεραν τα ασέδια του 1537 και 1571, ακολουθώντας τη μοίρα των υπολοίπων χτιρίων του ατείχιστου τότε μπόργκου. Μάλιστα λέγεται ότι ο Δον Ζουάν ο Αυστριακός, νικητής της ναυμαχίας του Λεπάντο, χάρισε δύο αιχμαλωτισμένες τουρκικές γαλέρες για να χρησιμοποιηθούν τα υλικά τους στην επισκευή των ζημιών. Το 1621 ανακαινίστηκε και καθαγιάσθηκε εκ νέου από τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Benedetto Bragadino. Ο ναός και η μονή έπαιζαν βασικό ρόλο στα θρησκευτικά και κοινωνικά δρώμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Όμως η άφιξη των Ρεπουμπλικάνων Φρανσέζων στην Κέρκυρα το 1797 θα φέρει αέρα αλλαγής κοινωνικό ιστό του νησιού, με το Λίμπρο ντ’ Όρο να παραδίδεται στην πυρά και τη συμβολική φύτευση του δένδρου της Λιμπερτέ στην Κάτω Πλατεία. Η μονή παύει να λειτουργεί και η περιουσία της δημεύεται. Στον χώρο θα στεγαστεί το πρώτο επίσημο δημοτικό σχολείο και στα χρόνια των Αυτοκρατορικών Φρανσέζων (1807 – 1815) η Ιονική Ακαδημία (όχι η Ιόνιος!). Από το 1815 και έπειτα θα λειτουργήσει η Ακαδημία των ωραίων τεχνών υπό την διεύθυνση του γλύπτη Παύλου Προσαλένδη. Τον Β΄ Π Π ο ναός δέχεται πλήγματα από τους βομβαρδισμούς χωρίς όμως να υποστεί σοβαρές ζημιές.
Το έτος ανέγερσης του ναού είναι άγνωστο αλλά είναι επιβεβαιωμένο ότι αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Άγγελο. Ένα σενάριο τοποθετεί την κατασκευή του στα χρόνια των δεσποτών της Ηπείρου (1214 – 1259) και την παραχώρηση του σε Έλληνιδες καλόγριες. Λέγεται ότι το 1367, επί Ανδηγαυών (1267- 1386), ο ναός αποδόθηκε σε μοναχούς του τάγματος του Σαν Φρανσέσκο ντ’ Ασσίζι (ο γνωστός Φτωχούλης του Θεού) οι οποίοι θα τον μετατρέψουν σε αξιόλογο για την εποχή θρησκευτικό κέντρο. Από τα τεκμήρια διαπιστώνεται ότι η νέα ονομασία επικρατεί μετά τα μέσα του 16ου αιώνα. Όσο για το κοινόβιο, το βέβαιο είναι ότι άρχισε να λειτουργεί ή να επαναλειτουργεί μπριχού το 1482. Τον 16ο αιώνα ο ναός ανοικοδομήθηκε ή επισκευάστηκε λόγω των ζημιών έφεραν τα ασέδια του 1537 και 1571, ακολουθώντας τη μοίρα των υπολοίπων χτιρίων του ατείχιστου τότε μπόργκου. Μάλιστα λέγεται ότι ο Δον Ζουάν ο Αυστριακός, νικητής της ναυμαχίας του Λεπάντο, χάρισε δύο αιχμαλωτισμένες τουρκικές γαλέρες για να χρησιμοποιηθούν τα υλικά τους στην επισκευή των ζημιών. Το 1621 ανακαινίστηκε και καθαγιάσθηκε εκ νέου από τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Benedetto Bragadino. Ο ναός και η μονή έπαιζαν βασικό ρόλο στα θρησκευτικά και κοινωνικά δρώμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Όμως η άφιξη των Ρεπουμπλικάνων Φρανσέζων στην Κέρκυρα το 1797 θα φέρει αέρα αλλαγής κοινωνικό ιστό του νησιού, με το Λίμπρο ντ’ Όρο να παραδίδεται στην πυρά και τη συμβολική φύτευση του δένδρου της Λιμπερτέ στην Κάτω Πλατεία. Η μονή παύει να λειτουργεί και η περιουσία της δημεύεται. Στον χώρο θα στεγαστεί το πρώτο επίσημο δημοτικό σχολείο και στα χρόνια των Αυτοκρατορικών Φρανσέζων (1807 – 1815) η Ιονική Ακαδημία (όχι η Ιόνιος!). Από το 1815 και έπειτα θα λειτουργήσει η Ακαδημία των ωραίων τεχνών υπό την διεύθυνση του γλύπτη Παύλου Προσαλένδη. Τον Β΄ Π Π ο ναός δέχεται πλήγματα από τους βομβαρδισμούς χωρίς όμως να υποστεί σοβαρές ζημιές.
Τυπολογικά
ανήκει στον ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής με λιτή διαμορφωση και
χαρακτηρίζεται από το ρωμανικό κωδωνοστάσιο. Στο εσωτερικό του φέρει ένα
κεντρικό και τέσσερα πλευρικά αλτάρια (ιερά βήματα) του 18ου αιώνα.
Επίσης σώζει ταφικά μνημεία μελών αρχοντικών οικογενειών καθώς και επιγραφικά
μνημεία, με παλαιότερο ένα του 1571. Εξαιρετικά σημαντικό είναι και το
οικοδομικό συγκρότημα του κοινοβίου που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα
δυτικοευρωπαϊκής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Περιλαμβάνει κεντρική αυλή η
οποία περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από διώροφο κτίσμα με τοξοστοιχία.
Δίπλα στον ναό υπάρχει ένα παρεκκλήσιο το οποίο αρχικά ήταν αφιερωμένο στον Εσταυρωμένο Χριστό και μετέπειτα στην Αγία Άννα, μητέρα της Παναγιάς. Πρόκειται ίσως για το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό τμήμα του συγκροτήματος. Σε πρόσφατες επεμβάσεις αποκαλύφτηκαν στο εσωτερικό του διάφοροι παλαιοί τάφοι.
Δίπλα στον ναό υπάρχει ένα παρεκκλήσιο το οποίο αρχικά ήταν αφιερωμένο στον Εσταυρωμένο Χριστό και μετέπειτα στην Αγία Άννα, μητέρα της Παναγιάς. Πρόκειται ίσως για το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό τμήμα του συγκροτήματος. Σε πρόσφατες επεμβάσεις αποκαλύφτηκαν στο εσωτερικό του διάφοροι παλαιοί τάφοι.
Σύμφωνα
με τον Α. Μάρμορα ο ναός έχει συσχετιστεί με μια σημαντική μεταβολή στην ροή
της ιστορικής εξέλιξης των Κορφώνε. Την 20η Μαΐου του 1386, με
απόφαση του Συμβουλίου της, η Κερκυραϊκή κοινότητα θα προσφέρει εντός του ναού
τα κλειδιά τση πόλεως στον Βενετό ναύαρχο Iohannes Miani εκδηλώνοντας έτσι την
αφοσίωση των Κερκυραίων προς την Σερενίσιμα Ρεπούμπλικα του Σαν Μάρκο.
Πηγές
·
http://www.corfuhistory.eu
·
http://corfuhistoryforum.blogspot.com
·
Old
Corfu ,
History and Culture – Ν. Σταματόπουλος
· Ανδηγαυική
Κέρκυρα (13ος-14ος αι.) - Σ. Ασωνίτης
· Η
Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα - Σ. Ασωνίτης
· Ο
αστικός χώρος και τα Ιερά. Η περίπτωση της Κέρκυρας τον 16ο αιώνα -
Σ. Καρύδης
· Οδοιπορικό
στην παλιά Κέρκυρα - Α. Αγιούς
· Τοπικές
εφημερίδες
· Κάποιες φωτό είναι του Γ. Δημουλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου