Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Από τον Κομπίτζη στο Κομπίτσι



            Σαν βγεις από την χώρα, με πορεία προς την δύση, αφήνοντας πίσω τα μπόργκα τσ’ Αλεπούς και του Τρίκλινου, τα σπίτια αρχινάνε να αραιώνουν και στο πλάι σου κυλά στα κρυφά το ποτάμι του Ποταμού. Στα ζερβά σου, πάνω σε έναν καταπράσινο λόφο, σημαδεμένο από ένα ασφυκτικό συνονθύλευμα οικοδομημάτων, είναι απλωμένος ένας οικισμός που διαθέτει κάποια γνωρίσματα άξια προσοχής. Το Κομπίτσι.

Καλωσήρθατε... ο σιορ Κομπίτζης σας περιμένει....
Το ιδιαίτερο όνομά του το οφείλει στην ομώνυμη αρχοντική φαμέλια που είχε σ’ αυτά τα μέρη, ήδη από το 18ο αιώνα, το αρχοντικό και τα χτήματα της. Παλαιότερα η τοποθεσία ήταν γνωστή ως Λιχαϊδούρα αλλά ο ισχυρός δεσμός των Κομπίτζηδων με το χώρο οδήγησε στην επικράτηση του επώνυμού τους ως τοπωνυμίου. Όμως αν ήταν οι Κομπίτζηδες οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ή αν προϋπήρχε μόνιμη ανθρώπινη εγκατάσταση, δεν είναι ξεκάθαρο. Εν πάσει περίπτωση, ο 19ος αιώνας, σύμφωνα με τον αείμνηστο Κ. Καραμούτσο, έφερε εκεί ξεριζωμένους Σουλιώτες που σχημάτισαν τον οικιστικό πυρήνα του σημερινού χωριού.
Άποψη τ' αρχοντικού και τση κούρτης του (φωτό Γ. Δημουλά).





            Ορόσημο του Κομπιτσίου είναι βεβαίως το ομώνυμο απαλάτι που συντροφεύεται από το ναό των Αγίων Αποστόλων, τη φημισμένη βενετσιάνικη κρήνη, καθώς και βοηθητικά χτίσματα. Το χτίσμα τ’ αρχοντικού, κάτοψης σχήματος Π, ορθώνεται λιτό αλλά κομψό και παραπέμπει σε αναγεννησιακό μοναστήρι με τα βόλτα του. Χρονολογία ανέγερσης μάλλον θα βάζαμε τα μέσα του 18ου αιώνα, αν και κάποιες υποθέσεις μιλούν για προΰπαρξη καθολικού μοναστηριού σ’ αυτή τη θέση.
Ο ναός των Αγίων Αποστόλων και το καμπαναριό - θρυλούμενο έργο της υπεροψίας των Κομπίτζηδων (φωτό Γ. Δημουλά).
Στη βορινή του πλευρά στέκεται, με το ψηλό του καμπαναριό που θυμίζει αυτό του Άι Σπυριδώνου, αγέρωχος ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Η ύπαρξη του ανέγεται στα μέσα του 18ου αιώνα τουλάχιστον, αφού τον συναντάμε στον εκκλησιαστικό κατάλογο του 1754 ως ναό Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Πάυλου εις τόπον λεγόμενον Λιχαϊδούρα, γιους (jus patronatus = πατρογονικώ δικαιώματι) μισέρ Κομπίτζι.

Η φημισμένη βενετσιάνικη κρήνη.



Αλλά το στολίδι της τοποθεσίας βρίσκεται νοτίως του αρχοντικού. Αναφερόμαστε στη βενετσιάνικη κρήνη στην οποία μας οδηγεί μια παλιά κατηφορική κοβολάδα. Πρόκειται για μια περίτεχνη κατασκευή μνημειακού χαρακτήρα, διακοσμημένη με αρχιτεκτονικά στοιχεία. Όμοια της δεν θα βρείτε στην Κέρκυρα. Ποτίζει εδώ και αρκετούς αιώνες χώματα και στόματα, όπως μας επιβεβαιώνουν τα πανύψηλα δέντρα και η πυκνή βλάστηση που κατακλύζει το χώρο. Πριν μια δεκαετία σάπιζε αργά υπό την επήρεια της υψηλής υγρασίας που κρατά το μέρος, μα τώρα ευτυχώς έχει υποστεί ένα καλό λίφτινγκ και παρουσιάζει μια αξιοπρεπή εικόνα. Το αρχοντικό συγκρότημα επίσης περιλάμβανε λουτρουβιό στα ανατολικά και οικία για το υπηρετικό προσωπικό στα νότια. Σήμερα τα χτίσματα αυτά έχουν αναπαλαιωθεί και αποτελούν ιδιωτικές κατοικίες.

Ματιές προς Παντοκράτορα...


...Πέλεκα και το βουνό του Άι Γιώργη.




            Το Κομπίτσι όμως έχει και άλλα προνόμια. Ρεμβάζει ήσυχα σ’ ένα εκλεχτό μέρος. Στην κορυφή και στις πλαγίες ενός λόφου που προσφέρει μια πανοραμική άποψη της βόρειας ορεινής Κέρκυρας, του Πέλεκα, του βουνού του Άι Γιώργη, της λιμνοθάλασσας Χαλικιόπουλου καθώς και του βουνού των Αγίων Δέκα. Σ’ αυτό το προσόν έρχεται να προστεθεί και το φυσικό περιβάλλον με την πλούσια χλωρίδα του. Πλάι στην παντοδυναμία των λιόδεντρων ξεφυτρώνουν λίγες καστανιές, πεύκα, κυπαρίσσια και βελανιδιές, δημιουργώντας έναν ασυνήθιστο συνδυασμό βλάστησης.

Συνάθροιση πεύκων στο Κομπίτσι.


Ειδικά το πευκόδασος, αν και θανάσιμα λαβωμένο από μια σειρά πυρκαγιών, δίνει μια ιδιαίτερη πινελιά στο τοπίο και καλεί φυσιολάτρες να το εξερευνήσουν. Βεβαίως ο προικισμένος αυτός τόπος προσελκύει και λογής λογής οικοδομικές παρεμβάσεις που έχουν αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα του τοπίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το οικοδομικό συγκρότημα στην ανατολική πλαγιά που αψηφά εριστικά την πράσινη αρμονία του λόφου.
...μετά το πέρασμα της φωτιάς το καλοκαίρι του '11...



Ως ζωντανός οικισμός δεν θα μπορούσε να μην έχει και τον πολιτιστικό του σύλλογο, ο οποίος δραστηριοποιείται έντονα στα πολιτισμικά και συναφή θέματα ενώ σε μια αίθουσά του διατηρεί έκθεση μινιατούρων και φωτογραφίας. Επίσης στο χωριό βρίσκεται και η βάση της ομάδας του 12ου συστήματος Προσκόπων. Αξίζει ακόμη να τονιστεί πως κατά καιρούς διοργανώνονται πολιτισμικά δρώμενα μπροστά στην βενετσιάνικη κρήνη, ένα περιβάλλον που σίγουρα τους προσάπτει ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Η ανατολική πλευρά τ' αρχοντικού.


            Θα κλείσουμε εξιστορώντας και δυο πράματα για τους Κομπίτζηδες ή Κομπίτσηδες που τόσο σημάδεψαν το χώρο. Ο Κ. Καραμούτσος αναφέρει πως επρόκειτο για Κερκυραϊκή οικογένεια που κατά πάσα πιθανότητα το επώνυμό της προήλθε από παρατσούκλι, αφού σε νοταριακή πράξη του 1547 μνημονεύεται «ο Καλοϊωάννης Αρλιώτης λεγόμενος Κομπίτζης». Κατά μια άλλη εκδοχή πάντως, η οικογένεια κρατούσε ανέκαθεν από Κρήτη. Όπως και να έχει το 17ο αιώνα ζούσαν στην Κρήτη, ασχολούνταν με το εμπόριο, ήταν πλούσιοι και ενταγμένοι στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Προς το τέλος του ίδιου αιώνα επέστρεψαν (ή πρωτοήρθαν) στην Κέρκυρα όπου συνέχισαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και επέκτειναν την περιουσία τους. Δικό τους ήταν το μεγαλόπρεπο αρχοντικό Κομπίτσι επί της Νικηφόρου Θεοτόκη, δικά τους και 200 στρέμματα μαζί με τ’ αρχοντικό στην Λιχαϊδούρα. Όμως, παρόλα τα όβολα και τους τίτλους ευγενίας τους, δεν εντάχθηκαν στο Libro dOro.
Το πρώην λουτρουβιό τση Λιχαϊδούρας.... όπου εχτός από τσ' ελιές, αλέθονταν και οι ψυχές των αδικητώνε.



Παράλληλα, φαίνεται πως η ζωή όλων των κλάδων της οικογένειας ήταν βίος και πολιτεία. Τους συνοδεύει η φήμη των αδίστακτων τοκογλύφων, της διάπραξης δολοφονιών, της απόκτησης εξώγαμων με υπηρέτριες και άλλων συναφών καμωμάτων. Λέγεται μάλιστα πως ένας Κομπίτζης πάνω στην παραφροσύνη του έκαψε το αρχοντικό του στην Λιχαϊδούρα μαζί με τα βοηθητικά χτίσματα. Ο Γ. Χυτήρης στο έργο του δίνει τη θρυλούμενη αιτία του εμπρησμού, όπως μας υπέδειξε φίλτατος αναγνώστης. Συγκεκριμένα...."Ο τελευταίος των Κομπίτσηδων είχε τη δικαιολογημένη πατρική φιλοδοξία ν’ αφήσει στο μοναχογιό του μια βελτιωμένη παρουσία. Μέσα στ’ άλλα του σχέδια θέλησε να προσθέσει στην εκκλησία του και το καμπαναριό της. Μόνο που το επιθυμούσε αντάξιο της ιδέας που είχε για τη γενιά του και τον εαυτό του. Να υπερβαίνει δηλαδή σε ύψος κάθε άλλο καμπαναριό στο νησί. Όταν όμως το κτίσμα, τετράγωνος κουφωτός πύργος, έφτασε στο ύψος που υπολόγιζε να τοποθετήσει τις αψίδες για τις καμπάνες, του συνέβη το απροσδόκητο. Πέθανε ο μοναχογιός του, που θα συνέχιζε τη γενιά των Κομπίτσηδων. Η τοπική παράδοση προσθέτει πως αυτός ο θάνατος αποτελούσε την τιμωρία του υπεροπτικού πατέρα από μέρους του Αγίου Σπυρίδωνα. Τούτο, επειδή υπερήφανα τόνιζε πως το δικό του καμπαναριό θα ήταν υψηλότερο από του αγίου. (…) Ο Κομπίτσης στην απόγνωση του (κατά την παράδοση πάντα) επιχείρησε να κάψει το καμπαναριό, αιτία της ανεπανόρθωτης συμφοράς του...". Χαρισματική φαμέλια λοιπόν, δεν γινόταν να μην πρωταγωνιστήσει σε διάφορους λαϊκούς θρύλους, οι οποίοι μιλούν για τους εκμεταλλευτές Κομπίτζηδες που τιμωρούνται μετά θάνατο για τα δεινά που προκαλούσαν εν ζωή στους φτωχούς. Μάλιστα, σχετική με κάποιες ύποπτες συμπτώσεις και ατυχίες που αφορούσαν μέλη της οικογένειας με το όνομα Δανίλης (Δανιήλ), υπάρχει και μια κατάρα που λέει πως ….κανείς Δανίλης δεν θα ζει και οι ψυχές των αδικητών θ’ αλέθονται ολονυχτίς απ΄ τα βαριά λιθάρια του λουτρουβιού της Λιχαϊδούρας…..
Άλλο ένα κλασικό δείγμα του "πολιτισμικού" επιπέδου κάποιων συνανθρώπων μας. Μια πινακίδα, τοποθετημένη από την κοινότητα, που απαγορεύει τη ρίψη απορριμάτων χρησιμεύει ως στόχος για κυνηγετικά όπλα και ακριβώς δίπλα της θρονιάζεται ένας σωρός σκουπιδιών....

Ο φοίνικας αναγεννάται από τις στάχτες του μόλις δυο βδομάδες μετά την πυρκαγιά... δυστυχώς τα πεύκα, αν τα καταφέρουν, θα χρειαστούν ακόμη 20 - 30 χρόνια για να φτάσουν στις δόξες τους....


Βιβλιογραφία

  • Κερκυραϊκές Αρχοντικές Αγροικίες (πρώην) Δήμου Παρελείων – Κ. Δ. Καραμούτσος
  • Σπερατζάδα στσου Κορφούς: Άρθρο για το Κομπίτσι του Γ. Δημουλ
  • Σημειώσεις ενός Κερκυραίου - Γεράσιμος Χυτήρης, Αθήνα 2010