...έπειτα από μία μακρά αγρανάπαυση, που αναλόγως των συνθηκών ενδεχομένως να επαναληφθεί, επανερχόμαστε με ένα άρθρο του Γεράσιμου Δημουλά, που ατυχώς δεν βρήκε ποτέ τον δρόμο για τον έντυπο τύπο, το οποίο μας ταξιδεύει στ' Αγύρου, στο Κράτσαλο, στο άλλοτε "χωρίον των Πλαταράδων" και στην
αφανισμένη πια εκκλησία της Υ. Θ. Πλατερνής...
Στην μακραίωνη ιστορία της Κέρκυρας υπάρχουν πολλές άγνωστες σελίδες για τις οποίες οι πληροφορίες μας είναι λιγοστές. Μια τέτοια περίπτωση είναι το χωριό Πλαταράδες και η εκκλησία του, η Υπεραγία Θεοτόκος Πλατερνή, άγνωστες ονομασίες και οι δύο στο ευρύ κοινό. Ας επιχειρήσουμε, με βάση τις λιγοστές πληροφορίες που διαθέτουμε, να επανακτήσουμε κάποια στοιχεία από ένα ομιχλώδες παρελθόν, με στόχο την πληροφόρηση και την ιστορική τεκμηρίωση.
Σημειώνεται πως δεν υπάρχουν σαφή κατάλοιπα του χωριού ή του ναού. Μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε τη θέση του οικισμού, με βάση τη θέση της εκκλησίας, η οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων των γύρω χωριών, βρισκόταν πάνω από μια στροφή του δρόμου και μια συστάδα όρθιων βράχων, σε πλάτωμα με ελαιόδενδρα, μεταξύ των χωριών Αρκαδάδες και Βατωνιές. Εκεί εντοπίζονται οι θεμελιώσεις ενός κτίσματος, που όμως δεν φέρει αναγνωρίσιμα μορφολογικά στοιχεία ναού, και τριγύρω, σε ευρύτερη ακτίνα, κάποια ασαφή λείψανα δομών και θραύσματα κεραμιδιών. Οι προφορικές μαρτυρίες ισχυρίζονται πως ακριβώς αυτά τα θεμέλια είναι τα απομεινάρια του ναού, αν και τα ιστορικά τεκμήρια δεν ενισχύουν αυτή την άποψη, όπως αναφέρεται παρακάτω. Ανεξαρτήτως ορθότητας του ισχυρισμού, γεγονός είναι ότι η περιοχή ονομάζεται Πλατερνή και κάπου εκεί βρισκόταν και ο ναός, επιτρέποντας εν τέλει την κατά προσέγγιση τοποθέτηση του στίγματος χωριού των Πλαταράδων στον χάρτη.
Αν
αναζητήσουμε την αρχή της ιστορίας του, προφανώς μικρού σε μέγεθος χωριού, τότε
σίγουρα θα πρέπει να σταθούμε στο έτος 1446, κατά το οποίο η βαρονία Caracciolo (η οποία είχε αγαθά κυρίως στην
περιοχή του Κράτσαλου και στην οποία άφησε προίκα το όνομά της), έκανε αναγραφή
όλων των αγαθών της. Τότε για πρώτη φορά μνημονεύεται ο οικισμός Πλαταράδες [1].
Στη
λατινόγλωσση αναγραφή ως επώνυμα του χωριού, οικισμού με αγροτοκτηνοτροφικά
χαρακτηριστικά όπως άλλωστε τα περισσότερα εκείνη την περίοδο, καταγράφονται
τα: Platani, Gudeli, Nepota και Rupillo. Όσον αφορά το Platani, ίσως πρόκειται για λανθασμένη
απόδοση του Πλαταράς το οποίο, κρίνοντας από την προέλευση της ονομασίας
αρκετών χωριών της Κέρκυρας, πιθανόν ονοματοδότησε τον οικισμό. Από την άλλη, αν
το δεχτούμε ως ορθή καταγραφή εύλογο είναι να υποτεθεί και η εκδοχή
«Πλατανάδες» ως η αρχική ονομασία του οικισμού, αν και μέχρι τώρα στις πηγές
εντοπίζεται μόνο η εκδοχή Πλαταράδες.
Η πρώτη
έγγραφη μαρτυρία ύπαρξης ναού, αρχικό κύτταρο πιθανόν, γύρω από το οποίο
αναπτύχθηκε το χωριό, προκύπτει από συμβολαιογραφική πράξη του νοταρίου
Δουκάδων Αρσένιου Αλεξάκη, το 1513 στην οποία καταγράφεται το «αμπελοπερίβολον της Υπεραγίας Θεοτόκου
των Πλαταράδων»[2]. Εν συνεχεία, οι πηγές γίνονται πολύ
φειδωλές όσον αφορά την τύχη του ναού. Επίσης, στην ίδια πράξη καταγράφονται και
τέσσερις κάτοικοι του χωριού, όλοι με το επώνυμο Αράθυμος.
Στην μεγάλη
Τουρκική πολιορκία του 1537, το χωριό ίσως επλήγη, σίγουρα όμως δεν αφανίστηκε,
αφού συνεχίζει να αναφέρεται σε νοταρικές πράξεις τα επόμενα χρόνια.
Ο αείμνηστος
Χαρίλαος Κόλλας, στο πολύ αξιόλογο έργο του, μεταξύ των χωριών της Νήσου
Κέρκυρας έχει καταγράψει και το «χωρίον Πλαταράδων», σημειωμένο στα άτη
του συμβολαιογράφου Βραγιανίτη Πέτρου[3]. Η νοταρική πράξη συντάχτηκε στις 30
Ιουνίου του 1543 και αναφέρεται ο κάτοικος του χωριού Αντρήας Αράθυμος του ποτέ
(μακαρίτη) Σταμάτη που μάλιστα είχε δουλέψει στο κάτεργο του μισέρ Στέφανου
Φιομάχου.
Από λάθος
όμως, ο συγγραφέας τοποθετεί το χωριό των Πλαταράδων σε άλλη θέση, στην περιοχή του λιβαδιού του Ρόπα και των
Ερμόνων, χρεώνοντας κι άλλες νοταρικές πράξεις που δεν συσχετίζονται με το
αναφερόμενο χωριό, γεγονός που προκαλεί παρανοήσεις. Η ονομασία χωραφιού «εις
το Ρόμπα» το 1513 [2], στην περιοχή του χωριού εικάζουμε πως θα ήταν η αιτία
του λάθους αυτού.
Ενδιαφέρουσα
είναι η μαρτυρία ότι περί το 1576 συντάχθηκε συμβολαιογραφική πράξη, από τον
νοτάριο Νικόλαο Κουβαρά εκ Περουλάδων, εντός «οσπιτίου» του ευγενή μισέρ Πιέρου Μαλιπιέρου στο χωριό των
Πλαταράδων [4]. Παρόμοια δηλαδή και με άλλα χωριά, μέλη της ανώτερης τάξης
διέθεταν κάποιο οίκημα εκεί, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι διέμεναν μόνιμα σε αυτό.
Αλλάζοντας
αιώνα, συναντάμε το 1601 τον Νάστο Λιβαδιώτη εκ χωρίου Πλαταράδων συμβαλλόμενο σε
νοταρική πράξη [5]. Το επώνυμο Λιβαδιώτης επιχωρίαζε σε Αλειμματάδες, Ραφαλάδες
και φυσικά στο χωριό των Λιβαδιωτάδων [3] που βρισκόταν επίσης στην περιοχή,
πιθανότατα κοντά στους Αλειμματάδες. Ακόμη, το 1607 προσέρχεται στην καγκελαρία
του Μεγάλου Πρωτοπαπά ο Γούλιος Αράθυμος εκ Πλαταράδων κατηγορώντας τη γυναίκα
του Σταματέλα για μοιχεία και ζητώντας δικαίωση, την οποία έλαβε στη μορφή
δικαιώματος σύναψης άλλου γάμου[6]. Αμφότερες οι μαρτυρίες υποδηλώνουν ότι ο
οικισμός ήταν ακόμη ζωντανός.
Τα χρόνια που ακολούθησαν οι κάτοικοι
των Πλαταράδων, όπως φαίνεται,
εγκατέλειψαν το χωριό μετακινούμενοι πιθανόν σε γειτονικούς ή και πιο
μακρινούς οικισμούς. Την υπόνοια αυτή αφήνει η εμφάνιση του, υπαρκτού ως
σήμερα, επωνύμου Αράθυμος στους Μαλακιούς (Δροσάτο) μετά τα μέσα του 17ου
αιώνα [7]. Όπως και να έχει, το χωριό έσβησε οριστικά. Τη φροντίδα της εκκλησίας
επωμίστηκαν κάτοικοι του χωριού Αλειμματάδες, στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου
αναφέρεται ο ναός σε κατάλογο ναών του 1820 ως “γιούς πατρονάτο” (ιδιοκτησία)
της βαρονίας Δουόδο [8]. Η Δουόδο ήταν, αν μπορεί να περιγραφεί έτσι, η απόγονος της βαρονίας Caracciolo.
Η κατάσταση
της εκκλησίας, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν καλή, γι αυτό στις 8 Μαρτίου 1822,
ο ιερομόναχος Νικόλαος Κέσαρης υπέβαλε νότα (υπόμνημα) προς την Υπηρεσία
Διαχείρισης Εκκλησιαστικών & Δημοτικών Προσόδων για την οικοδομή της «εκκλησίας
Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατερνής κείμενης εις το χον Αληματάδες, εισίν εις το
φέουντο του Ντουόντου»[9].
Ακολουθεί
ακόμα ένα έγγραφο σχετικά με μελλοντική ανακαίνιση της εκκλησίας, στο οποίο
όμως αναφέρεται και ένα σύντομο ιστορικό
του χωριού, υπογεγραμμένο από τον εφημέριο του χωριού των Αλειμματάδων Σταμάτιο
Λούλη, τον προεστό του ίδιου χωριού Στάθη Βιτουλαδίτη και ακόμα τους Βασίλη και
Σπυρίδωνα Κατζαρό, το οποίο αποκαλύπτει τα εξής σημαντικά στοιχεία: «Η
εκκλησία αφιερωμένη της Κυράς Θεοτόκου εις περιοχήν χοριού των Αλληματάδων
ονομασίαν Πλαταρνή, κάθεται εις τόπον της εμπαρουνίας Δουώδου όπου παλεώθεν, είτον
οισάλλα και καθέδρα της επιχώρισης τοις αυτοίς εμπαρουνίας και ενκατίκους
κολόνους ονωμαζώμαινο χωριό Πλαταράδων. Η αυτή εκκλησία τοις θρισκίας Γρεκής,
είτον εις χρέος τοις αυτής εμπαρουνίας να την εφειμεραίβεται υπερητί καταχρέος.
Δια πολλά συμβεβηκώτα, ερίμωσαι το αυτό χωριό, ασικόθη απαυτού εις καθέδρα της
εμπαρουνίας, κε αλλαγούς χρώννους επακωλούθως, ει εμπαρούνη φράγγι και βασιλλής
μας απαράτισαν την αυττήν εκκλησίαν εις των λόνγγο, πονεμαίνι οι ευσεβής
χριστιανή κάτηκυ εις χον Αλληματάδων έλλαβαν την φροντήδα συχνάκυς να την
εφιμερέβουν, να της κάνουν την εωρτήν κε να την βαστάξουν σκεπασμένη κ’
προστατευβευμαίνην από ακαταστασίαν αλλά μάλιστα από ήκωσι χρόνους εος τω παρόν
η φαμίγλια του ποτέ κάπου Κουμί Κατζαρού έλαβαι όλλην την έγνοια. Τόρα δαι
είναι εις την αυτήν να πέσι, εξόδων όπου δεν δύνανται να το βαστάξουν εξ’
αλλέος πικραμένη βλέποντας τέτιαν εντροπήν εις την Ορθόδωξιν Θρισκίαν
προσφέρνονται εις την εξωχότιτά σου σερ κολονέλο Ρόπινσον μίπος κ’ βιάσιν τους
προσφερταί, την ονομασμένην εμπαρουνία Δουόδου
της βενετιάς να την φτιάσουν ειμέ βωήθιον χριστιανικόν να κυβερνιθή
τέτιο κίνδινο άτημο προς όλλους μας, μα συνχορημένο εις τους αδυνάτους».
Έγγραφο πολύ
σημαντικό γιατί αποκαλύπτει την παλιότερη ίσως, ονομασία της εκκλησίας η οποία
έφερε το προσωνύμιο Πλαταρνή (που μάλλον προήλθε από το Πλαταρινή, παράγωγο του
ονόματος του χωριού), αλλά και το γεγονός της διατήρησης στην προφορική παράδοση του άλλοτε χωριού των Πλαταράδων, του οποίου οι κάτοικοι ήταν κολόνοι (= κάτοχος
φεουδαλικού αγροτικού αγαθού με σύμβαση σολιάτικου ή συγκράτειας, αγρολήπτης [10])
της βαρονίας Δουόδου (υπήρχαν και άλλα χωριά, όπως τα Κρητικά και το
Παλαιοχώρι, των οποίων ο οικονομικός χώρος ανήκε σχεδόν εξολοκλήρου σε μια ή
περισσότερες βαρονίες και η πλειοψηφία των κατοίκων τους ήταν κολόνοι [10]).
Επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά για τα «πολλά συμβεβηκώτα» που
οδήγησαν στην ερήμωση του οικισμού, δίνοντας ένα εφαλτήριο για υποθέσεις. Ίσως η εξαθλίωση, απόρροια των δυσβάσταχτων
υποχρεώσεων που συνδέονταν με τις αγροληπτικές σχέσεις, να καταδίκασε τον οικισμό σε αφανισμό [10].
Ακολουθεί έγγραφο
της υπηρεσίας Εκκλησιαστικών & Δημοτικών Προσόδων, σχετικά με την
ανοικοδόμηση της εκκλησίας, προς τον χιλίαρχο
W.
Robinson: «…παρακαλούμε να πείτε στους εκπροσώπους του
φέουδου Ντουόντο να αποκαταστήσουν την εκκλησία αυτή ώστε να λειτουργεί για τελετές
και υπηρεσίες θρησκευτικές…», αλλιώς, «…σας
παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάνω επίσκεψη επί τόπου στο μέρος αυτό ώστε να
σας παρουσιάσω ένα προϋπολογισμό για το κόστος αποκατάστασης του κτιρίου της
εκκλησίας αυτής»[9].
Εν συνεχεία
ο μηχανικός P. Saddier έκανε τα σχέδια του τότε υφιστάμενου ναού,
κάτοψη και πρόσοψη -μοναδικό τεκμήριο- και διαβίβασε αναφορά σχετικά με την
ερειπιώδη κατάστασή του και την κοστολόγηση του έργου, η οποία ανερχόταν στα
527,28 τάλλαρα [9]. Τονίζεται ότι τα χαρακτηριστικά της κάτοψης του ναού (διαστάσεις, σχήμα, προσανατολισμός) στο σχέδιο δεν συνάδουν καθόλου με τα θεμέλια του χτίσματος που σώζεται, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον αυτά δεν ανήκουν στον ναό.
Όπως
φαίνεται, από την εξέλιξη της υπόθεσης, το κόστος μάλλον θεωρήθηκε υψηλό, τα σχέδια
δεν φαίνεται να υλοποιήθηκαν και η Υ. Θ. Πλατερνή δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ, απλώς οι εικόνες
του ναού μεταφέρθηκαν στην γειτονική Υ. Θ. Αρκαδιώτισσα στους Αρκαδάδες.
Μια μεταφορά που έπλασε την παράδοση που ακούγεται στα γειτονικά χωριά
Αλειμματάδες και Βατωνιές, πως μετά το χάλασμα της Υ. Θ. Πλατερνής η εφέστια
εικόνα με θαυματουργό τρόπο εμφανιζόταν, με φωτεινό σημάδι, στο σημείο που
σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας στους Αρκαδάδες και στο οποίο, κατά την
προφορική λαϊκή εκδοχή, οι πιστοί έχτισαν νέο ναό. Παράδοση που δεν συμφωνεί με
τις γραπτές πηγές και άλλα τεκμήρια, αφού ως γνωστό η Παναγία στους Αρκαδάδες αναφέρεται ως
υπαρκτός ναός ήδη τον 16ο αιώνα. Άρα η λαϊκή φαντασία έπλασε με τα
χρόνια ένα μύθο, ένα μύθο όμως που κρύβει μέσα του δύο αλήθειες. Πρώτον την
ύπαρξη και το χάλασμα της Υ. Θ. Πλατερνής και δεύτερο τη μεταφορά των εικόνων
της σε γειτονικό ναό.
Η εκκλησία
της Υ. Θ. Πλατερνής είναι μια από τις πλείστες εκκλησίες της Κέρκυρας που
έσβησαν με το πέρασμα του χρόνου αλλά εξακολουθεί να διατηρείται στη μνήμη των κατοίκων και στις γραπτές πηγές.
Πηγές [1] Ασωνίτης
Σπ., Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια
στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462), Θεσσαλονίκη 2009.
[2] Καραμπούλα
Δήμητρα – Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη Λυδία, «Οι πράξεις του νοτάριου Δουκάδων Κέρκυρας
Αρσένιου Αλεξάκη (1513-1516)», Επετηρίδα
του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών
τομ. 34 (1998).
[3] Κόλλας Χ., Η
νήσος των Κορυφών τον 16ο αιώνα, τόμοι Α΄ & Β΄, Κέρκυρα
1994-1996.
[4] Α.Ν.Κ., Δ.Συμβ.
Φ.1-04, Κουβαράς Νικόλαος, Περουλάδες, 1555-1582.
[5] Α.Ν.Κ., Δ.Συμβ. Φ.4-11, Δολιανίτης Σταμάτιος, Περλεψιμάδες, 1577-1606.
[6] Παπά Μαρία, Πλατίτσας Κωνσταντίνος, Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες και εκκλησιαστική δικαιοσύνη στην Κέρκυρα κατά την
περίοδο της Ενετοκρατίας (1386-1797), πτυχιακή εργασία, Τμήμα Αρχειονομίας
και Βιβλιοθηκονομίας Ιονίου Πανεπιστημίου (2000).
[7] Κόλλας Χ., Χώρος και πληθυσμός της Κέρκυρας του 17ου
αιώνα, Κέρκυρα 1988.
[8] Καρύδης Σπ., Εκκλησιαστική Γεωγραφία της Κέρκυρας τον 19ο
αιώνα, Κέρκυρα 2004.
[9] Α.Ν.Κ. - Α.Ε.Δ. Φ267.
[10] Κουρή Παρασκευή, Η γη και η εκμετάλλευσή της στο διαμέρισμα (bandiera) Μελικίων ή
Λευκίμμης από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα: προσεγγίσεις
στην τοπική ιστορία, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας Ιονίου Πανεπιστημίου (2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου