Άι Μαθιάς, Ζυγονό και Γαρδίκι
Το κεφαλοχώρι τ' Άι Μαθιά ζούσε ήδη στα μεσαιωνικά χρόνια
και η ύπαρξή του τεκμηριώνεται τουλάχιστον από το 1469. Θρυλείται ότι οι πρώτοι
κάτοικοί του ήταν βυζαντινοί μισθοφόροι που επάνδρωναν το κάστρο στο Γαρδίκι. Ενδεχομένως
κάποιοι από τους ναούς του χωριού υπήρχαν κατά τον μεσαίωνα αλλά σήμερα δεν
διασώζουν εμφανή σχετικά στοιχεία.
Υπάρχει ένας θρύλος που μιλά για
την ύπαρξη ενός χαμένου οικισμού με το όνομα Γαρδίκι σε αυτή την περιοχή. Το μόνο που έχει απομείνει το γνωστό
τετράστιχο ...πόλη (ή κάστρο) ήταν το
Γαρδίκι / και χωριό οι Βουνιατάδες / κι ο καημένος ο Μπρινίλας / με τα δεκαοχτώ
αργαστήρια..... Αν ισχύει αυτός ο θρύλος, το χωριό θα πρέπει να είχε ήδη
ερημώσει μέχρι τα τέλη του μεσαίωνα, ίσως λόγω μείωσης του αμυντικού ρόλου του
παρακείμενου κάστρου ή κάποια επιδρομή. Πάντως στα τεκμήρια δεν αναφέρεται πουθενά
σχετικός οικισμός. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν κάποια ασαφή χαλάσματα
διασκορπισμένα αλλά δεν πιστοποιούν την ύπαρξη του οικισμού. Το μόνο σίγουρο
είναι ότι η γράβα του Γαρδικίου κατοικούνταν από τα προϊστορικά χρόνια όπως
απέδειξαν μελέτες στον χώρο.
Κοντά στο φρούριο του Γαρδικίου
βρίσκεται ο ναΐσκος της Αγίας Μαρίνας.
Βάσει των τοιχογραφιών του θα μπορούσε να χρονολογηθεί στον 16ο
αιώνα αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι παλαιότερος. Σύμφωνα με την παράδοση ο εν
λόγω ναός ανήκε στον θρυλούμενο οικισμό του Γαρδικίου.
Το χαμένο σήμερα, χωριό του Ζυγονού γνωρίζουμε ότι υπήρχε το 1473
επομένως ήταν σίγουρα παλαιότερο. Τη χρονιά αυτή αναφέρεται και το παλαιοκλήσι Άγιος Θεόδωρος στην περιοχή του χωριού.
Όμως ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα είχε ερειπωθεί και σήμερα δεν
σώζονται εμφανή χαλάσματά του.
Άγιος
Ματθαίος
Ως ονοματοδότης οικισμού
υφιστάμενου το 1469 είναι εύλογο να ειπωθεί ότι ο ναός τότε υπήρχε και προφανώς
είναι παλαιότερος. Είναι ένας μεγαλοπρεπής ενοριακός ναός που η εικόνα του δεν
προδίδει καμία παλαιότητα, καθότι έχει ανοικοδομηθεί ή επεκταθεί στον διάβα των
αιώνων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός
ότι στον νότιο τοίχο είναι προσκολλημένο ένα ναΐδριο του Αγίου Νικολάου, που φέρει
στο εσωτερικό του παλαιές τοιχογραφίες.
Κάστρο
Γαρδικίου
Το σακατεμένο κάστρο του
Γαρδικίου είναι η μόνη σωζόμενη οχύρωση στο νότιο μέρος του νησιού. Είναι
χτισμένο στην πλαγιά του βουνού του Άι Μαθιά, κατάφυτη από αιωνόβιους ελαιώνες.
Πρόκειται για το τρίτο καστέλλι τση κερκυραϊκής ύπαιθρου το οποίο κρατά καλά
κρυμμένα τα μυστικά του ομιχλώδους παρελθόντος του. Προφανώς ήταν επιφορτισμένο
με τον ρόλο του επόπτη της νότιας Κέρκυρας και του προστάτη του λαού της
υπαίθρου αλλά μέχρι τώρα δεν έχει αποδειχθεί ότι έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην
πορεία τση Κέρκυρας στους αιώνες.
Επειδή δεν υπάρχουν επίσημα
στοιχεία για την ανέγερσή του κάποιοι ερευνητές το ανάγουν στον 13ο
αιώνα, όταν η Κέρκυρα υπαγόταν στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1214 – 1259) και
θεωρούν ότι χτίστηκε επί δεσπότη Hπείρου Mιχαήλ Άγγελου του B'. Άλλοι πάλι
τοποθετούν την κατασκευή του στα μέσα με τέλη του 12ου αιώνα, επί
αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όταν εντεταμένη προσπάθεια προστασίας των
δυτικών συνόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που πλέον αποτελούσε και η
Κέρκυρα. Μάλιστα θεωρείται ότι τόσο τα επώνυμα των κατοίκων της περιοχής όσο
και το ξενικό όνομα Γαρδίκι, υπαινίσσουν εγκατάσταση μισθοφόρων στρατιωτών στην
περιοχή κατά τα βυζαντινά χρόνια, κάτι το οποίο αποτελούσε συνήθη πρακτική της
αυτοκρατορίας στους τελευταίους της αιώνες. Κάποια επώνυμα (Ανδριώτης,
Βαραγγούλης, Αρμενιάκος) λέγεται ότι είναι βυζαντινής προέλευσης και δηλωτικά
στρατιωτικής ιδιότητας ή ειδικότητας. Ίσως οι πρόγονοι των κατοίκων των γύρω
χωριών ήρθαν κατά τον μεσαίωνα ως μισθοφόροι, επάνδρωσαν τη φρουρά του κάστρου
και πιθανώς να βοήθησαν και στην κατασκευή του.
Το φρούριο, μάλλον λόγω της
υποβάθμισης του αμυντικού ρόλου, πρέπει να περιήλθε σε αχρηστία με τη λήξη της
ελληνικής κυριαρχίας στο νησί διότι δεν αναφέρεται πουθενά η χρήση ή η
λειτουργία του επί Ανδηγαυών και μετέπειτα επί Βενετσιάνων. Η ερήμωσή του μαζί
με το πέρασμα του χρόνου οδήγησαν στην κατάρρευση τμημάτων του, το οικοδομικό
υλικό των οποίων χρησιμοποιήθηκε για κατασκευή άλλων κτισμάτων και οχτιών από
τις οποίες βρίθει η περιοχή. Σήμερα κάποια τμήματα του έχουν υποστεί αναπαλαίωση
και ο εσωτερικός περίβολος χρησιμοποιείται ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η προσέγγιση γίνεται μέσω της
αναπαλαιωμένης βορειοανατολικής εισόδου η οποία ανοίγεται σε έναν πύργο του
κάστρου και στεφανώνεται από ένα πλίνθινο τοξωτό υπέρθυρο. Κοντά στην πύλη
μάλιστα στέκει ακόμη, υπεραιώνιος φρουρός, μια μεγάλη εγιά. Το κάστρο
αποτελείται ουσιαστικά από ένα τείχος που σχηματίζει ένα οκτάπλευρο οχυρωματικό
περίβολο. Σε κάθε γωνία του οκτάπλευρου ορθωνόταν ένας πύργος ορθογώνιας
κάτοψης. Οι πύργοι, εκτός από τον αναστηλωμένο που περιλαμβάνει την είσοδο,
είναι ερειπωμένοι. Κάποιοι απ’ αυτούς σώζονται τμηματικά μόνο ως το ύψος των
τειχών εμποδίζοντας έτσι να σχηματιστεί μια εικόνα της μορφής που θα είχαν στην
ακμή τους. Σε κάποια σημεία, στα ανώτερα τμήματα των πύργων, σώζονται
ορθογώνιες κάθετες σχισμές, πολεμίστρες από τις οποίες οι αμυνόμενοι εξαπέλυαν
τα βέλη τους. Επίσης στις βάσεις κάποιων πύργων σώζονται οι είσοδοί τους οι
οποίες περιλαμβάνουν πλίνθινα τοξωτά υπέρθυρα παρόμοια με αυτό της κεντρικής εισόδου.
Ακόμη δε αναφέρεται ότι σε κάποιον από τους πύργους είχε δημιουργηθεί
παρεκκλήσι. Τα τείχη ως επί το πλείστον εμφανίζουν αργολιθοδομή ενώ οι γωνίες
των πύργων δομούνται από λαξευμένους μεγάλους λίθους. Μάλιστα τμήμα του πύργου
κοντά στην είσοδο διατρέχεται από μια ταινία που σχηματίζεται από πέντε σειρές,
η μια πάνω στην άλλη, οριζόντια τοποθετημένων πλίνθων.
Στο εσωτερικό του κάστρου δεν
σώζεται κανένα οικοδόμημα. Σίγουρα υπήρχαν χτίσματα, ξύλινα ή πέτρινα τα οποία
χρησιμοποιούσε η φρουρά και μάλιστα υπάρχουν κάποιοι σωροί από πέτρες που ίσως
ανήκαν σε αυτά. Όμως με την εγκατάλειψη του φρουρίου τα δομικά υλικά των
χτισμάτων, μαζί με μέρη από το ίδιο το κάστρο θα χρησιμοποιήθηκαν από τους
ντόπιους σε άλλες κατασκευές.
Χλομός
Το παραδοσιακό και γραφικό χωριό
του Χλομού είναι γνωστό από το 1460 όταν, σύμφωνα με το έργο του χρονικογράφου
της άλωσης Γεωργίου Φραντζή, διέμεινε εκεί για ελάχιστο χρονικό διάστημα ο
τελευταίος δεσπότης του Μυστρά, Θωμάς Παλαιολόγος. Βεβαίως δεν θα ήταν άστοχο
να υποτεθεί η ύπαρξη του χωριού από τα βυζαντινά χρόνια ή ίσως και παλαιότερα. Περί
της προέλευσης του ονόματος έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές όπως εκ του φυτού
σπλόνος ή φλόμος, εξ επωνύμου, εκ του κάστρου Χλομούτσι και εκ του τοπωνύμιου
της Κεφαλλονιάς Κουλούμι. Επικρατέστερη φαίνεται πως είναι αυτή του επωνύμου.
Σαφώς κάποιοι από του ναούς του
χωριού και των περίχωρων πρέπει χτίστηκαν πριν τον 16ο αιώνα. Ο Ταξιάρχης που στέκει στην κορυφή του
χωριού σε ένα σημείο που προσφέρει όμορφη θέα, λέγεται ότι χτίστηκε στη θέση
ενός αρχαιοελληνικού ναού. Είναι ανακαινισμένος αλλά στο εσωτερικό του υπάρχει
ένα στρώμα τοιχογραφιών το οποίο θεωρείται ότι ιστορήθηκε πριν τον 16ο
αιώνα. Προγενέστεροι του 16ου αιώνα, χωρίς να είναι εξακριβωμένο,
θεωρούνται οι Κοίμηση της Θεοτόκου ή
αλλιώς Παναγία Χλομιάτισσα, η Υ.Θ. Οδηγήτρια στη Λίνια, ένα ιδιαίτερο
μοναστηριακό συγκρότημα που περιβαλλόταν από τείχος που έφερε πολεμίστρες, και
ο Άι Ντριάς στην ίδια περιοχή.
Κανείς τους όμως δεν σώζει στοιχεία ιδιαίτερης παλαιότητας. Κάποιο ιστορικό
ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ιδιωτικός ναός του Αγίου Νικολάου, προσδιοριζόμενος ως "της Κανάκαινας" το
1548, ο οποίος ανοικοδομήθηκε το 1950 και μάλιστα κατά τις εργασίες
ανοικοδόμησης βρέθηκαν αρχαία κειμήλια στη θέση αυτή. Από τον παλιό ναό
διατηρήθηκαν το ιερό με την Αγία Τράπεζα καθώς και τμήμα του νότιου τοίχου με
τη δεξιά μονή που φέρει τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου, η οποία κατά μια άποψη είναι προγενέστερη του 16ου
αιώνα. Σήμερα ο ναός έχει περιέλθει σε απραξία και δεν λειτουργείται.
Στο ύψωμα Μεροβίγγλι, πάνω από
τον Χλομό, σύμφωνα με το βιβλίο του Ν. Αυλιανού, σώζονται χαλάσματα τα οποία εικάζεται
ότι ανήκαν βίγλα βυζαντινών ή
βενετσιάνικων χρόνια. Ως τώρα όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί αυτό.
Πύργος Ντούρη
Στην τοποθεσία Τούφος της
περιοχής Κορισσίων, σώζεται ένα περίεργο και αξιοπρόσεκτο κτίσμα, μοναδικό στην
Κέρκυρα, που από πολλούς θεωρείται μεσαιωνικός πύργος. Ονομάζεται ντούρη,
ονομασία εκπορευόμενη από τη λατινική λέξη turris, ήτοι πύργος. Ίσως η
ανασφάλεια που επικρατούσε στην περιοχή τα παλαιότερα χρόνια οδήγησε κάποιον
γαιοκτήμονα να οικοδομήσει μια οχυρή οικία για προστασία.
Έτος ανέγερσης δεν είναι γνωστό.
Υπάρχει η άποψη ότι χτίστηκε το 1420 από την οικογένεια de Sancto Ippolitο. Οι
Παξοί και η λίμνη Κορισσίων, που τότε αποτελούσαν εναιαίο φέουδο είχαν
παραχωρηθεί σ' αυτούς το 1382 από τον ηγεμόνα Jacques des Baux. Σε
επιπεδογραφία του 1752, σημειώνεται οίκημα περιγραφόμενο ως «casa....a forma di
torre» (οικία με τη μορφή πύργου) και μάλλον πρόκειται για το εν λόγω χτίσμα.
Είναι ένα διώροφο, ορθογώνιας
κάτοψης, ελενιτοσκεπές κτίσμα που εμφανίζει διάφορες οικοδομικές επεμβάσεις.
Αυτές σαφώς έχουν αλλοιώσει την αρχική του μορφή του χτίσματος. Το αξιοπερίεργο
είναι ότι σε δύο από τις τέσσερις γωνίες του κτιρίου σχηματίζονται τμήματα
λιθόκτιστων πύργων κυλινδρικού σχήματος. Ο ένας δεν σώζεται σε μεγάλο ύψος. Δεν
διαθέτουν κάποιο εμφανές σημείο εισόδου εξωτερικά, άρα η πρόσβαση σ' αυτούς θα γινόταν
αποκλειστικά από το εσωτερικό του χτίσματος. Η διάμετρος τους είναι αρκετά μικρή που
σημαίνει ότι ένα άτομο εκεί μέσα δεν θα είχε πολλά περιθώρια κινήσεων. Βέβαια καθώς
λείπουν τα ανώτερα τμήματα δεν μπορούμε να έχουμε σαφή εικόνα. Πιθανώς υπήρχαν
πύργοι και στις άλλες δύο γωνίες του κτίσματος αλλά δεν έχουν διασωθεί
ενδείξεις. Παλαιότερα στο χώρο υπήρχαν και άλλα κτίσματα, τα οποία κατέρρευσαν.
Πιθανότατα το αρχικό κτίσμα που
χτίστηκε είχε οχυρωματικό χαρακτήρα. Όμως με τη σταδιακή εξάλειψη των εκ
θάλασσας κινδύνων, τα άχρηστα πια οχυρωματικά στοιχεία αφέθηκαν να καταρρεύσουν.
Το κτίσμα, το οποίο συνέχισε να χρησιμοποιείται, δέχθηκε διάφορες αναμορφώσεις
με αποτέλεσμα να αποκτήσει τη σημερινή του μορφή.
Παντοκράτορας
Στην περιοχή της Λίνιας, ανάμεσα
σε αιωνόβια ελαιόδενδρα, καρποφόρα δένδρα και χωράφια βρίσκεται το ναΰδριο του
Παντοκράτορα. Στον χώρο λειτουργούσε παλαιότερα μονή της οποίας το καθολικό
αποτελούσε ο εν λόγω ναΐσκος.
Εξωτερικά βρίσκεται σε καλή
κατάσταση καθότι έχει αναπαλαιωθεί έπειτα από σωστικές επεμβάσεις της 21ης
ΕΒΑ. Η ανέγερσή του παλαιότερα αναγόταν στον 14ο ή 15ο
αιώνα βάσει της ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας, αλλά πρόσφατες
έρευνες, κατά τη σωστική επέμβαση, δείχνουν ότι ο ναός πιθανόν είναι
παλαιότερος, του 12ο ή 13ο αιώνα.
Η εκκλησία είναι μονόχωρη με
ημικυκλική αψίδα. Ο βόρειος τοίχος είναι μεταγενέστερος, ενώ οι υπόλοιποι
ανήκουν στον αρχικό ναό. Στον δυτικό τοίχο υπήρχε θύρα που οδηγούσε σε νάρθηκα
κατάγραφο µε τοιχογραφίες, ο οποίος καταστράφηκε (σε πρόσφατη εποχή δυστυχώς)
κατά την οικοδόμηση χτίσµατος προσκολλημένου στον τοίχο αυτό. Στο εσωτερικό
σώζονται αλλεπάλληλα στρώµατα τοιχογραφιών, διαφόρων χρονολογικών περιόδων.
Ανατολικά του ναΐσκου σώζεται
τμήμα περιτειχίσματος που περιλαμβάνει πολεμίστρες. Αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη οχύρωσης
γύρω από τη μονή για την προστασία από επιδρομές, φανερώνοντας έτσι την ανασφάλεια
που επικρατούσε στην περιοχή σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους. Ο περίβολος
τση μονής επίσης συμπεριλαμβάνει και τον νεότερο ναό του Παντοκράτορα ενώ
παλαιότερα υπήρχαν λουτρουβιό, αποθήκη και βοηθητικά χτίσματα τα οποία όμως
κατεδαφίστηκαν λόγω επεμβάσεων στον χώρο.
Πηγές
·
Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος-14ος
αι.) - Σ. Ασωνίτης
·
Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα -
Σ. Ασωνίτης
·
Η νήσος των Κορυφών τον 16ο αιώνα
- Χ Κόλλας
·
Κερκυραϊκά Χρονικά Ζ΄, έργα Ιωάννη Ρωμανού
·
Ορθόδοξοι Ναοί της Κέρκυρας τον 15ο αιώνα - Σ. Χ. Καρύδης
·
Βυζαντινή τέχνη στα Επτάνησα, Π.
Λ. Βοκοτόπουλος – Κερκυραϊκά χρονικά τόμος 15
·
Χριστιανικά μνημεία στην Κέρκυρα
τεύχος Α΄ - Α. Μπαλή
·
Χλωμός Κέρκυρας – Ν. Αυλιανός
·
Ι΄ΠΑΝΙΟΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
·
Α.Ν.Κ.,
Α.Ε.Δ., Φ1841, σχ 91, 1752, Vitturi, Χλομός
·
Ενημερωτικό φυλλάδιο για το
Αγγελόκαστρο - ΥΠ.ΠΟ.
·
Old Corfu, History and Culture – Ν. Σταματόπουλος
·
http://www.corfu-melitieon.gov.gr