Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Η Κέρκυρα στις φλόγες

...Οι αφηγήσεις στιγμών της Ιστορίας και δη καταστροφών, αποκτούν μια ιδιαίτερη ένταση όταν γίνονται από ανθρώπους που τις βίωσαν. Ο Ντένης Κονταρίνης έζησε τις βίαιες ημέρες του εμπρηστικού βομβαρδισμού της πόλης το 1943 και μας δίνει μια γλαφυρή μαρτυρία των γεγονότων...Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε τρια μέρη τον Μάρτιο του 2009 στο ιστολόγιο που διατηρεί http://eftanhsa.blogspot.gr. 
    
   Σεπτέμβρης του 1943 ήταν. Κι ακριβώς 14 του μηνός. Μέρα μεγάλη. Μέρα της γιορτής του Τίμιου Σταυρού. Ένα σούρουπο μελαγχολικό. Ανάρια σύννεφα πάνω από την πόλη της Κέρκυρας δεν σήμαιναν βροχή. Όμως η μυρουδιά του φθινοπώρου ήταν διάχυτη.
Το σκοτάδι δεν είχε ακόμη για τα καλά απλωθεί όταν από μακριά ακούστηκε ο βαθύς ρόγχος αεροπλάνων που πλησίαζαν. Κάτι που δεν ήταν παράξενο για μας κείνες τις μέρες του πολέμου. Κι ακόμη πιο πολύ στα νησιά μας, που οι Ιταλοί μετά την συνθηκολόγηση είχαν αρνηθεί να τα παραδώσουν στους Γερμανούς. Και τούτοι δω χολωμένοι το είχαν πάρει συνήθεια να φτάνουν κάθε μέρα πάνω από τη Χώρα και να μας ρίχνουν τις βόμβες τους. Κι όχι πως έψαχναν για κάποιους στόχους των Ιταλών. Άφηναν τις βόμβες να πέσουν όπου να ’ναι. Κι εμείς τρέχαμε αλαφιασμένοι να κρυφτούμε σε ό,τι είχαμε ονομάσει καταφύγιο άσχετο αν αυτό το κατασκεύασμα είχε κάποια σχέση με τα καταφύγια και προστάτευε τη ζωή μας.
Έτσι κι εκείνο το σούρουπο, τρέξαμε να κρυφτούμε. Όμως από τις πρώτες εκρήξεις που ακούσαμε κάτι μας φάνηκε ότι τούτος ο βομβαρδισμός δεν είναι σαν τους άλλους.. Κάτι το διαφορετικό υπήρχε. Η εμπειρία που είχαμε αποκτήσει από τις τόσες βόμβες που είχαμε φάει στο κεφάλι μας, προσπαθούσε να το εξηγήσει. Μας παραξένεψε πολύ ο υπόκωφος και πολύ σιγανός κρότος της έκρηξης. Κι ακόμη ότι η γης δεν έτρεμε όπως με τους άλλους βομβαρδισμούς. Και τότε ήταν που από κάπου ακούστηκε η πρώτη φωνή.
- Φωτιές!! Τα αεροπλάνα ρίχνουν φωτιές!!
Αψηφώντας τα αεροπλάνα, που άλλωστε είχαν ήδη αρχίσει να απομακρύνονται, βγήκαμε έξω από τα υποτιθέμενα καταφύγια και προσπαθούσαμε να μάθουμε που ήσαν οι φωτιές.
- Κάτω στην Πιάτσα καίγονται όλα, φώναξε κάποιος.
Αψηφώντας τις φωνές και τις απειλές των δικών μας τρέξαμε όλο το τσούρμο, εμείς τα πιτσιρίκια, προς το μέρος της Πιάτσας. Ήταν τότε που ένοιωσα μια δυνατή ανατριχίλα να διαπερνά όλο μου το κορμί.
Σαν φτάσαμε κοντά στο καντούνι του Αγίου ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε πάρα κάτω. Όλος ο τόπος ήταν μια μεγάλη φωτιά . Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και η κάπνα γέμιζε όλη τη γειτονιά. Τα σπίτια, παλιά με αρκετό ξύλο και κολλημένα καθώς ήσαν, άρπαζαν τη φωτιά και την άπλωναν και στα διπλανά. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαν τρελοί για να ξεφύγουν από τον κλοιό της φωτιάς και οι φωνές τους ακούγονταν γεμάτες τρόμο με στο σύθαμπο του δειλινού.
- Στην πάνω Σπιανάδα καίγονται όλα.
- Και στο Σαν Ρόκκο έχει φωτιές.
- Φύγετε ούλοι σας. Πατριώτες φύγετε. Θα ξανάρθουνε.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήραμε τρέχοντας το δρόμο για τα σπίτια μας. Βρήκα τη μάνα μου να είναι έξω από την πόρτα και να προσπαθεί να μας μαζέψει. Η μικρή μου αδελφή ήταν εκεί. Σε λίγο ήρθε και ο δεύτερος. Η μάνα μου αναστατωμένη ρωτούσε όλους μας για τον μεγάλο μας αδελφό.
- Τον Σπύρο τον είδε κανείς σας;
Κείνην την ώρα έφτασε αναστατωμένος ο πατέρας μας σέρνοντας κυριολεχτικά από το χέρι τον μεγάλο μας αδελφό.
- Τον μάζεψα !! φώναξε στη μητέρα μου και αυτό έλεγε πολλά και τα ξέραμε. Πάλι με τα κοριτσόπουλα ήτανε.
- Πάρε λίγα πράγματα και πάμε.
- Που θα πάμε άνθρωπέ μου; τον ρώτησε η μάνα μου.
- Στο Φρούριο. Μόνο εκεί θα έχουμε μιαν ασφάλεια. Τούτοι δω θα ξανάρθουνε να αποτελειώσουνε όλη την πόλη.
Και πραγματικά κείνη τη στιγμή ακούστηκαν και πάλι από μακριά οι μηχανές των αεροπλάνων καθώς αγκομαχούσαν να φτάσουν πάνω από την πόλη.
- Γρήγορα να φύγουμε, φώναζε ο πατέρας μου μαζεύοντας κι αυτός μερικά πράγματα. Σε λίγο είμαστε στους δρόμους. Πάνω μας τα αεροπλάνα ξεφόρτωναν το δεύτερο φορτίο φωτιάς. Κι εμείς τρέχαμε μαζί με πολλούς άλλους να φτάσουμε στο φρούριο.
Πως όμως;
~ 
    Για να φτάσουμε στο Φρούριο ο πλέον σύντομος δρόμος ήτανε να πάμε μέσα από την Πιάτσα. Αυτό όμως ήτανε αδύνατον αφού όλη η περιοχή της Πιάτσας με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, ήταν μια φωτιά. Έτσι ο πατέρας πρότεινε:
- Θα πάμε από τα Μουράγια. Εκεί ακόμη δεν χτύπησαν με τις φωτιές τους.
Όταν βρεθήκαμε σ’ αυτόν τον δρόμο, είδαμε ότι πολλοί άλλοι σαν κι εμάς είχανε προτιμήσει αυτή την επιλογή. Τον παραλιακό δρόμο. Τα Μουράγια.
Προχωρούσαμε βιαστικά ενώ πάνω από τα κεφάλια μας ακούγαμε μέσα στον σκοτεινό ουρανό τα γερμανικά αεροπλάνα ν’ αδειάζουν τις φωτιές τους πάνω στην απροστάτευτη όμορφη πόλη της Κέρκυρας. Τη Χώρα. 
Μετά από λίγο φτάσαμε στη Σπηλιά. Σταματήσαμε μπροστά από τις δύο καμάρες βλέποντας πως ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε. Όλη η περιοχή της Σπηλιάς ήτανε ζωσμένη στις φλόγες.
Λίγο πιο ξέμακρα, προς το Καμπιέλο, εκεί που ήταν η γειτονιά των Εβραίων τα πάντα ήσαν τυλιγμένα στις φλόγες. Όλη η συνοικία ήταν μια φωτιά.
Μείναμε για λίγο εκεί μην ξέροντας τι να κάνουμε. Ένοιωθα το χέρι του πατέρα μου να κρατά σφιχτά το δικό μου χέρι. Τον κοίταξα για μια στιγμή κι έμοιαζε ν’ αναμετράει ποιά θα πρέπει να είναι η επόμενη κίνησή μας.
- Να πάμε από το Μαντούκι, του είπε η μάνα μου σε μια στιγμή. Κοίταξε. Όλοι από κει πάνε, και του έδειξε άλλες ομάδες ανθρώπων που τραβούσαν προς το Μαντούκι, εκεί που ήταν μια ακόμη είσοδος για το Φρούριο.
Όμως η διαδρομή από το Μαντούκι ήταν λίγο μακριά κι απαιτούσε ώρα αρκετή. Εν τω μεταξύ πάνω από τα κεφάλια μας τα αεροπλάνα πύκνωναν όλο και πιο πολύ. Έμοιαζαν σαν να ήθελαν να τελειώσουν το δολοφονικό έργο τους μέσα σε μια νύχτα.
- Όχι, είπε με μια παράξενη αποφασιστικότητα ο πατέρας μου. Θα περάσουμε από δω.
- Είσαι στα καλά σου χριστιανέ μου, φώναξε η μάνα μου. Θα μας πας μέσα από τις φωτιές να μας κάψεις.
- Κοίτα, της λέει. Η φωτιά είναι από τη μια μεριά του δρόμου. Από την άλλη τα σπίτια δεν καίγονται ακόμη. Θα πάμε λοιπόν τρέχοντας και άκρη-άκρη. Είκοσι βήματα είναι. Θα τα περάσουμε. Εσύ έλα πίσω μου, είπε στη μάνα μας. Και σφίγγοντας πιο σφιχτά το χέρι μου και από την άλλη μεριά κρατώντας τη μικρή αδελφή μου, ξεχυθήκαμε να περάσουμε ανάμεσα από τις φωτιές. Είχαμε κάμει μερικά βήματα όταν κοντοστάθηκα τρομαγμένος και το βλέμμα μου καρφώθηκε κάτω στο έδαφος.
- Μη σταματάς, μου φώναξε νευριασμένος. Προχώρα να φύγουμε πριν καούμε.
- Πατέρα, ένας άνθρωπος καμένος του είπα με μια φωνή γεμάτη τρόμο ενώ παράλληλά είχα νοιώσει μια παράξενη ανατριχίλα να διαπερνά όλο το κορμί μου. Στις λίγες στιγμές που σταμάτησα μπόρεσα να διακρίνω εκεί, δίπλα στα πόδια μου, το καμένο κορμί του. Ήταν όλος ένας μαυρισμένος όγκος και λίγος καπνός έβγαινε ακόμη από το κορμί του. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσω αν ήταν άνδρας ή γυναίκα. Το μόνο που ένοιωθα ήταν πως μπροστά μου έβλεπα ένα καμένο άνθρωπο. Ο πατέρας μου χωρίς να μου πει τίποτα με τράβηξε απότομα και προχωρήσαμε προς το Φρούριο. Σε λίγο περνούσαμε την είσοδο, κάτω από την κεντρική στοά. Ήταν οι πρώτες στιγμές που επί τέλους νοιώθαμε μια ασφάλεια πάνω μας. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν ανενόχλητα τον περίπατό τους πάνω από την ανυπεράσπιστη Χώρα σκορπίζοντας ασταμάτητα τις φονικές φωτιές τους. Σε λίγο είχαμε βρει μια γωνιά σε κάποια από τις πολλές στοές του Φρουρίου και εκεί στήσαμε το σπιτικό μας παρέα με άλλους πολλούς που είχαν ζητήσει κι αυτοί καταφύγιο εκεί. Η μητέρα μου έστρωσε κάποιες κουβέρτες και μας έβαλε να ξαπλώσουμε. Η ώρα περνούσε. Όμως ήταν αδύνατο να κλείσουμε τα μάτια μας. Τα όσα είχαμε ζήσει δεν άφηνε τον ύπνο να έρθει.
    Σε κάποια στιγμή είδαμε έξω από την είσοδο της στοάς, τον ουρανό να παίρνει το χρώμα της αυγής. Τα αεροπλάνα είχανε σταματήσει από ώρα να ακούγονται. Οι άνθρωποι ένας-ένας βρίσκανε το θάρρος να βγαίνουν έξω. Βγήκαμε κι εμείς μαζί με τον πατέρα μου. Προχωρήσαμε στην άκρη της μάντρας και σταθήκαμε εκεί να κοιτάζουμε. Από το ύψος που βρισκόμαστε βλέπαμε όλη τη Χώρα να απλώνεται κάτω από τα πόδια μας τυλιγμένη στους καπνούς και τις φλόγες. Κοιτούσαμε αμίλητοι την βιβλική καταστροφή. Κοιτούσαμε μια ολόκληρη πόλη να καίγεται, εκδίκηση στη μανία κάποιων εγκληματιών. Κάποιοι δίπλα μας προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα κτίρια που καιγόντουσαν.
 - Αυτή η μεγάλη φωτιά πρέπει να είναι το Bella Venecia. Το μεγαλύτερο και πολυτελέστατο ξενοδοχείο των Βαλκανίων κείνης της εποχής ήταν κι αυτό τυλιγμένο στις φλόγες. Πιο πέρα η Ιόνιος Ακαδημία, το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας.
- Να. Κει πέρα είναι το θέατρο, είπε κάποιος. Το Δημοτικό θέατρο. Κι αυτό το μεγαλύτερο των Βαλκανίων με τις πολυτελέστατες αίθουσες. Το Δημαρχείο, η Βιβλιοθήκη με έναν τεράστιο θησαυρό σπάνιων εκδόσεων. Κι ακόμη ένα πλήθος από ιστορικά κτίρια, κείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του '43 ήταν όλα τυλιγμένα στις εγκληματικές φωτιές των Γερμανών. Μείναμε για ώρες εκεί κοιτάζοντας το τρομερό θέαμα. Πάνω στον ουρανό ακούστηκαν και πάλι τα αεροπλάνα να έρχονται. Αυτή τη φορά με εκρηκτικές βόμβες. Έτσι, για να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει.
~
    Δώδεκα μέρες καθίσαμε κλεισμένοι στις σπηλιές του Φρουρίου χωρίς να μπορούμε ποτέ να ξεμακραίνουμε απ’ αυτό. Μόνο ο πατέρας μας κατέβαινε κάθε δυο-τρεις μέρες στη καμένη Χώρα μήπως και βρει τίποτα να μας φέρει να φάμε. Καμιά φορά τον πετύχαιναν τα’ αεροπλάνα κι έτρεχε για να βρει κάποιο μέρος να κρυφτεί και να γλυτώσει από τις βόμβες.
Εμείς τα παιδιά είχαμε πιάσει φιλίες με τους Ιταλούς που ήσαν στο Φρούριο κι όλο κάτι μας έδιναν για να λιγοστέψουμε την πείνα μας. Πολλές φορές πηγαίναμε στην άκρη της μάντρας και κοιτούσαμε κάτω όπου σ’ έναν μικρό πυργίσκο του Φρουρίου, οι Ιταλοί είχαν στήσει ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο και το δούλευαν δυο στρατιώτες. Είχαμε πιάσει και μ’ αυτούς φιλία και μας φώναζαν από κάτω και τους φωνάζαμε κι εμείς από πάνω.
Κάποιο πρωινό το μικρό αυτό αντιαεροπορικό χτύπησε δυο γερμανικά αεροπλάνα. Το ένα έπεσε στη θάλασσα και το άλλο πάνω στο μικρό νησάκι, το Βίδο, που είναι απέναντι από τη Χώρα. 
Όταν έληξε ο συναγερμός και πήγαμε στην άκρη της μάντρας, είδαμε τους δυο Ιταλούς να τραγουδάνε και να χορεύουν από τη χαρά τους.
Την άλλη μέρα από νωρίς το πρωί, πάνω από τον ουρανό της Κέρκυρας βρισκόντουσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα. Κρυμμένοι μέσα στις στοές ακούγαμε το μικρό αντιαεροπορικό να δουλεύει ασταμάτητα. Ακούγαμε το κροτάλισμά του και μέσα μας παρακαλούσαμε να ρίξει όσο πιο πολλά μπορεί αεροπλάνα των Γερμανών. Όμως ξαφνικά το κροτάλισμα του αντιαεροπορικού σταμάτησε να ακούγεται. Κείνη τη στιγμή όλοι μας νοιώσαμε κάποιο ξάφνιασμα. Σαν έφυγαν τα αεροπλάνα και βγήκαμε έξω από τις στοές τρέξαμε όλοι μας στην άκρη της μάντρας. Σκύψαμε κοιτάζοντας κάτω. Το θέαμα που αντικρίσαμε μας έκαμε όλους μας να παγώσουμε και να μείνουμε άφωνοι. Κάποια από τα παιδιά μην αντέχοντας στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους έβαλαν τα κλάματα κι έτρεξαν στις στοές να κρυφτούν. Με τις φωνές των παιδιών όσοι ακόμη είχαν μείνει μέσα στις στοές έτρεξαν και ήρθαν στην μάντρα. Το θέαμα κάτω στον μικρό πύργο ήταν έξω από κάθε φαντασία. Το μικρό αντιαεροπορικό είχε γίνει ένας σωρός από σίδερα. Πλάι του οι δυο στρατιώτες πάνω στη γης έστεκαν κουφάρια άψυχα. Τον έναν η βόμβα τον είχε κόψει στα δυο. Ο άλλος ήταν δίπλα του χωρίς κεφάλι.
Τις υπόλοιπες μέρες που μείναμε στις στοές μου ήταν αδύνατο να πλησιάσω στην άκρη της μάντρας. Το θέαμα των δυο σκοτωμένων Ιταλών με είχε τόσο συγκλονίσει που για μέρες δεν ήθελα ούτε να φάω παρ’ όλη την πείνα που μας έδερνε.
 Ένα πρωινό κάποιες ομάδες Γερμανών στρατιωτών είχαν φανεί έξω από το Φρούριο. Η αντίσταση των Ιταλών στην Κέρκυρα και μαζί και στα υπόλοιπα νησιά του εφτανησιακού συμπλέγματος, είχε τελειώσει. Οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το Φρούριο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Ποιά σπίτια μας; Είχε μείνει τίποτα όρθιο;
Πάντως η οικογένειά μου είχε την τύχη να είναι στους λίγους τυχερούς. Σαν γυρίσαμε στη γειτονιά μας τα μόνα που αντικρίσαμε όρθια ήσαν το σπίτι μας και απέναντι η εκκλησιά των Αγίων Αποστόλων.
Από την πρώτη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κέρκυρας άρχισαν να συγκεντρώνουν τους Ιταλούς από όλα τα σημεία του νησιού. Τους μάζευαν στην πλατεία, κάτω στο λιμάνι και τους άφηναν εκεί γυμνούς και νηστικούς μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ένα πρωινό έφτασε στο λιμάνι ένα πλοίο φορτηγό. Θυμάμαι ότι πολλά από εμάς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί στα Μουράγια και το κοιτούσαμε να μπαίνει στο λιμάνι. Το κοιτούσαμε γιατί κείνες τις μέρες του πολέμου ήταν κάτι πολύ σπάνιο κάποιο πλοίο να φτάσει στην Κέρκυρα. Οι Γερμανοί άρχισαν να φορτώνουν τους Ιταλούς σ’ αυτό το πλοίο. Όλοι μας αναρωτιόμαστε που μπορεί να τους πάνε.
Προς το βράδυ το φόρτωμα τέλειωσε και το πλοίο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας βγήκε από το λιμάνι.
Θα πέρασαν δυο-τρεις μέρες, θυμάμαι, όταν είδαμε τα πρώτα πτώματα των Ιταλών να επιπλέουν στις ακρογιαλιές της Κέρκυρας. Πραγματικά η θάλασσα είχε γεμίσει από πτώματα. Από το Μαντούκι και τα Γουβιά μέχρι πέρα τον κόλπο της Γαρίτσας, τον Ανεμόμυλο και το Μον-Ρεπό τα πτώματα γέμιζαν τις ακρογιαλιές.
Καταλάβαμε τότε πως οι Γερμανοί είχανε βγάλει το πλοίο έξω από το λιμάνι και το βούλιαξαν Με το που φάνηκαν τα πρώτα πτώματα στις ακρογιαλιές οι Γερμανοί μας έκλεισαν στα σπίτια μας απαγορεύοντας την κυκλοφορία κι αυτοί είχαν αμοληθεί και τα μάζευαν. Κανείς μας ποτέ δεν έμαθε που τα πήγαν, τι τα έκαμαν, που τα έθαψαν, αν τα έθαψαν πουθενά. Κι όταν μετά από μέρες μας άφησαν να βγούμε από τα σπίτια μας κάπου κάπου, στις ακρογιαλιές συναντούσαμε και κάποιο πτώμα.

    Πάνω από εξήντα χρόνια έχουν περάσει. Το μικρό παιδάκι κείνης της εποχής είναι ένας ασπρομάλλης παππούς. Ένας παππούς που προσπαθεί να σβήσει κείνες τις μνήμες. Όμως ακόμη δεν το έχει καταφέρει.
 
Ντένης Κονταρίνης
http://eftanhsa.blogspot.gr/


Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

Η πιο παλιά καμπάνα στην Κέρκυρα

    Η παλαιότερη, πιθανότατα, καμπάνα του νησιού εντοπίστηκε και παρουσιάζεται από τον Γεράσιμο Δημουλά μέσα από άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή Ενημέρωση" το Σαββατοκύριακο 22-23 Ιουλίου 2017.
    

Υ.Θ. Λαμποβίτισσα Μελικίων
   Τα Μελίκια[1] είναι από τα παλαιότερα καταγεγραμμένα σε αρχειακές πηγές[2], χωριά της Κέρκυρας έχοντας μια συνεχή παρουσία στην τοπική ιστορία από το έτος 1391. Εκεί βρίσκεται και ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου της Λαμποβίτισσας[3], ο οποίος προϋπάρχει του 1527 έτος κατά το οποίο αναφέρεται σε διαθήκη της Αντωνίας γυνής του Δημήτρη Βρανά από τα Μελίκια, με την οποία η διαθέτρια προσέφερε αγαθά στο ναό[4], δεν αποκλείεται όμως η ιστορία του ναού να φθάνει ή και να ξεπερνάει χρονικά την παλαιότερη γραπτή μαρτυρία ύπαρξης του χωριού. Στο εσωτερικό του ο ναός κοσμείται με ωραιότατο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο, άμβωνα με εξωτερική σκάλα, καταργημένη σήμερα και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια σημαντικής αξίας, ενώ στην ημικυκλική κόγχη του σώζονται παλιές τοιχογραφίες. Η διαχρονική σπουδαιότητα της εκκλησίας ως πρώτης του χωριού, είναι απόρροια της συναδελφικής της συγκρότησης και της παλαιότητάς της και επιβεβαιώνεται από το μεγάλο αριθμό ιερέων που κατά καιρούς την υπηρετούσαν[5].

Άγνωστο σύμβολο
     Ωστόσο, αυτό που προξενεί μεγάλη εντύπωση βρίσκεται ψηλά, εκτός του ναού, στο πλακέ τρίλοβο κωδωνοστάσιο[6], εκεί που η προς βορρά καμπάνα με τις ωραιότατες καλλιτεχνίες, φέρει χρονολογία στα λατινικά «MCCCCLXXXVIII» (1488). Μια καμπάνα ηλικίας 529 ετών λοιπόν,  όταν η μέση διάρκεια ζωής των σημερινών καμπανών, από τα σύγχρονα χυτήρια συνήθως δεν ξεπερνάει τα 50 χρόνια.  Όσον αφορά την παλαιότητα της καμπάνας, η προσωπική μου άποψη, έχοντας δει πάνω από 350 καμπάνες κερκυραϊκών ναών, είναι πως η εξεταζόμενη είναι κατά πάσα πιθανότητα όχι μόνο η παλαιότερη σωζόμενη καμπάνα της Κέρκυρας αλλά όλων των Επτανήσων. Τύχη αγαθή την προστάτευσε τόσους αιώνες και νομίζω πως η ανάδειξή της, ως μεσαιωνικό κινητό μνημείο αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Η συγκεκριμένη καμπάνα (έχει ύψος 0,42 μ. και διάμετρο στομίου 0,43 μ.) είναι λίγο μεγαλύτερη από τη νότια[7] και η κίνησή της γίνεται από δυτικά προς ανατολικά[8].      Αν προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε ξεκινώντας από το ψηλότερο σημείο, εκτός από τους τέσσερις κρίκους που βρίσκονται στην κορυφή της για να στερεωθεί θα σημειώναμε τα εξής:  Όπως ήδη αναφέραμε η στάμπα με τη λατινική χρονολόγηση της καμπάνας βρίσκεται στο πάνω τμήμα ανάμεσα στη δέσμη δύο ανάγλυφων τριπλών εξωτερικών γραμμών. Στο χαμηλότερο (και πλατύτερο) τμήμα της σχηματίζονται αντίστοιχα, τρεις δέσμες με  τρεις, τρεις και δύο αντίστοιχα ανάγλυφες γραμμές (η τελευταία πολύ κοντά στο φθαρμένο στόμιο της καμπάνας). 
Το οικόσημο

     Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ασφαλώς οι ανάγλυφες παραστάσεις. Η πρώτη από αυτές[9] σε τετράγωνο πλαίσιο φέρει το λατινικό γράμμα «S» και ένα σταυρό, σε επαφή με το γράμμα ακριβώς από πάνω του. Συμβολισμός την σημασία του οποίου δεν γνωρίζουμε. Η δεύτερη, προς τα ανατολικά, φέρει ανάγλυφη παράσταση της Άκρας ταπείνωσης και περιβάλλεται με διακοσμητικά στοιχεία. Η τρίτη ανάγλυφη παράσταση βλέπει προς το βορρά και απεικονίζει εντός πλαισίου διακοσμημένου, τον Άγιο Γεώργιο, μάλλον, με φτερά αγγέλου σε όρθια στάση να τρυπάει το θηρίο με ακόντιο. Προς τα δυτικά υπάρχει ένα ανάγλυφο οικόσημο, επίμηκες καθ’ ύψος, με δύο λουλούδια με πέντε ανοιχτά πέταλα το καθένα που διαχωρίζονται από μια πλατιά διαγώνια λωρίδα. Ένα οικόσημο απλό[10], όπως ήταν όλα τα οικόσημα μέχρι και εκείνη την περίοδο. Να σημειωθεί ότι στην Κέρκυρα οι πρώτες απεικονίσεις οικοσήμων αναφέρονται στις αρχές του 16ου αιώνα (το πιο παλιό οικόσημο αφορά την οικογένεια Αλαμάνου), ενώ το παλαιότερο σωζόμενο οικόσημο είναι του έτους 1606, χαραγμένο σε πέτρα στο κλειδί του τόξου της κεντρικής εισόδου του συγκροτήματος Βασιλά[11]. Ψηλότερα, όπως προείπαμε, υπάρχει η χρονολογία «MCCCCLXXXVIII» (1488) και δεξιά και αριστερά, ψηλότερα από το οικόσημο βρίσκονται, εντός οβάλ πλαισίου η Παναγία με τον Χριστό βρέφος στην αγκαλιά (προς τα βόρεια) και εντός άλλου πλαισίου χωρισμένου σε τρία τμήματα, η Παναγία βρεφοκρατούσα στο ψηλότερο, στο μεσαίο τμήμα μια παράσταση Αγίου στα αριστερά και μια άλλη μορφή προς τα δεξιά και στο χαμηλότερο τμήμα εντός πλαισίου με δυσκολοδιάβαστη, λόγω της φθοράς, επιγραφή σώζεται μια γονατιστή μορφή που προσεύχεται.
Σωτήριον έτος 1488

     Το οικόσημο  δεν αποκλείεται να προέρχεται από τον παραγγελιοδότη της καμπάνας, κάτι που αν συμβαίνει  τότε θα πρόκειται για κάποιο σημαντικό πρόσωπο της περιοχής (αν κρίνουμε από την αξία της καμπάνας την καλλιτεχνία της και την αντοχή της στο χρόνο, η οποία οφείλεται  από την ποιότητα του μετάλλου). Εκτός όμως από τα σχετικά με το οικόσημο, πολλά ακόμα ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις. Να αγοράστηκε άραγε η καμπάνα[12] εξαρχής για την Υ.Θ. Λαμποβίτισσα ή να μεταφέρθηκε εκεί από άλλη εκκλησία της ευρύτερης περιοχής (ή ακόμη και εκτός Κέρκυρας). Να αγοράστηκε μεταχειρισμένη (οπότε και το οικόσημο να αφορά κάποιον Ενετό ευγενή). Αλήθεια με ποιόν τρόπο διασώθηκε από τις άγριες τουρκικές επιδρομές του 1537 και του 1571, όπου εκτός από τις ανθρώπινες ψυχές (οι επιδρομείς απήγαγαν ως δούλους για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής χιλιάδες κατοίκους), βασικό στόχο αποτελούσαν, όπως μαρτυρείται από νοταρικές πηγές της εποχής και οι καμπάνες (για το μέταλλό τους). Τι αναφέρει άραγε η δυσνόητη λατινική επιγραφή, κάποιο όνομα, τον τίτλο του εργαστηρίου κατασκευής της (πιθανόν βενετσιάνικο) ή κάτι άλλο; 
   Εύλογα ερωτήματα που τίθενται προς συζήτηση και προβληματισμό στα οποία θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε άλλη μελέτη μας.

Σημ. Ευχαριστώ πολύ τον καθηγητή θεολογίας κ. Σπύρο Καρύδη για τις συμβουλές – προτάσεις του.

 Γεράσιμος Δημουλάς
    

[1]  Το χωριό βρίσκεται 41,5 χλμ. νότια της πόλης της Κέρκυρας και σήμερα ανήκει στη Δημοτική Κοινότητα Λευκιμμαίων η οποία στην απογραφή του 2011 είχε 3620 κατοίκους. 
[2] Ασωνίτης Σπ. «Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462)»,  UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2009, σ.71. 
[3]  Είναι χτισμένος στο γνωστό επιμήκη επτανησιακό ρυθμό. 
[4]  Α.Ν.Κ., Συμβ. Τ.13, φ. 24r. 
[5]  Στο κατάστιχο ναών του 1635 αναφέρονται έξι ιερείς. 
[6]  Καμπαναριό με αυτόνομη έδραση, στη βορειοανατολική γωνία του ναού. 
[7] Δεν ήταν ορατά κάποια στοιχεία της, αλλά μάλλον είναι και αυτή λατινική αφού διακρίνεται ανάγλυφη παράσταση με παπική τιάρα (έχει δε διαστάσεις: διάμετρο 0,34 μ. και ύψος 0,33 μ.) . 
[8]  Δεν γνωρίζουμε αν η σημερινή θέση του κωδωνοστασίου ταυτίζεται και με τη θέση του παλαιότερου καμπαναριού. 
[9]  Προς τη νότια μεριά. 
[10]  Δεν ταυτίζεται με κάποιο από τα γνωστά κερκυραϊκά οικόσημα, υπάρχει όμως ομοιότητα με αυτό του οίκου Mocenigo. 
[11]  Πιέρης Σ. Γιάννης «ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΟΙΚΟΣΗΜΑ», εκδόσεις Αλκίνοος, σ.σ. 30-31. 
[12]  Μέχρι και τα τέλη του 18ου αι. οι  Κερκυραίοι προμηθεύονταν τις καμπάνες τους ως επί το πλείστον από βενετσιάνικα εργαστήρια. Μόλις το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. μαρτυρείται εργαστήριο κατασκευής καμπανών στην Κέρκυρα, αρχικά του Zuanne Bonardi και λίγο αργότερα του Χαραλάμπη Μικελέτη (οι δύο τους συνεταιρίστηκαν για λίγα χρόνια).

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

...με έπιασαν σκλάβον....

Όψεις της υποδούλωσης ανθρώπων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα μέσα από άρθρο του Γιώργου Πουλή που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κέρκυρα Σήμερα" σε δυο μέρη, τις 19/11/2016 αρ. φύλλου 5655 και τις 22/11 αρ. φύλλου 5656. 

    Στις μέρες μας, τουλάχιστον για μία μερίδα ανθρώπων, είναι δύσκολη η πλήρης συναίσθηση της απώλειας της ατομικής ελευθερίας καθώς και του γεγονότος ότι πριν δυο αιώνες η απειλή της δουλείας άπλωνε μόνιμη σκιά τριγύρω. Όμως είναι εφικτή η λήψη μιας παραστατικής εικόνας των εκφάνσεων αυτής της βαρβαρότητας μέσα απ' τις ιστορικές πηγές, απ' όπου ξεπηδούν γλαφυρές αφηγήσεις υποδούλωσης ανθρώπων.
    Περιοριζόμενοι στον βενετοκρατούμενο κερκυραϊκό χώρο των τελευταίων πέντε αιώνων, επισημαίνουμε ότι η υποδούλωση Κερκυραίων προέκυπτε κυρίως από επιδρομές, δηλαδή ευκαιριακές πειρατικές επιθέσεις ή τις τουρκικές πολιορκίες [1]. Οι επιδρομείς φρόντιζαν να αποχωρούν με ζωντανούς αιχμάλωτους ώστε να καρπωθούν οφέλη από την πώλησή τους. Όσοι από τους αρπαχθέντες επιζούσαν μέσα από ένα ταξίδι αθλιότατων συνθηκών, κατέληγαν εν είδει εμπορεύματος στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Παράλληλα όμως ίσχυε και η αντίθετη πορεία, αφού και στην Κέρκυρα μπορούσε κανείς να συναντήσει μουσουλμάνους σκλάβους να υπηρετούν τους αφέντες τους [1], άγνωστο όμως αν αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο.
    Το πέρασμα στη σκλαβιά δεν σφράγιζε αυτομάτως τη μοίρα του υποκείμενου. Μπορεί να περνούσαν αρκετά χρόνια, αλλά υπήρχε η πιθανότητα εξαγοράς και επαναπατρισμού του, γεγονός αξιοσημείωτο αν ληφθεί υπόψη η δυσχέρεια στην επικοινωνία και συγκοινωνία εκείνη την εποχή. Σ' αυτή τη δράση προέβαιναν έμποροι και ταξιδευτές, με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά, καθώς και ιερείς. Τα έξοδα δεν βάρυναν πάντα τους συγγενείς καθότι υπήρχε ειδικό ταμείο για την απελευθέρωση σκλάβων που ιδρύθηκε στην Κέρκυρα τον 17ο αιώνα ενώ και η εκκλησία διοργάνωνε σχετικούς εράνους [1].
    Όσον αφορά τις τουρκικές πολιορκίες,  πιο βάναυση ήταν αυτή του 1537. Το νησί πέρασε δια πυρός και σιδήρου με επακόλουθο τη σκλάβωση ή θανάτωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, κυρίως από την ύπαιθρο και τα προάστια [2]. Οι ασύμφωνες πηγές δίνουν από 7.000 έως 22.000 αιχμάλωτους [3] σ' έναν πληθυσμό που το 1499 μετρούσε περίπου 37.075 ψυχές [4]. Μα ο σφυγμός των περισσότερων οικισμών δεν νέκρωσε εντελώς, παρά τις εκτεταμένες καταστροφές και την έντονη πληθυσμιακή ελάττωση. Αναδιφώντας νοταριακές πράξεις που έπονται της πολιορκίας, όπου αναμφίβολα σκιαγραφείται ζωηρά ο οδυνηρός αντίκτυπός της και η αγωνία των επιζώντων για τους δικούς τους, διαπιστώνει κανείς την αδιάκοπη συνέχεια της ζωής, με τους ανθρώπους να επιδίδονται στις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητές τους ενώ υπήρξαν, έστω και λίγες, επιστροφές σκλάβων [5], [6]. Πειστήρια προσφέρουν και τα πονήματα του Χ. Κόλλα που διαβεβαιώνουν ότι κάποια επώνυμα ανάγονται σε έτη προ του 1537 [6], επιβιώνουν στον επόμενο αιώνα [7] και φτάνουν στις μέρες μας, εντοπιζόμενα μάλιστα στα ίδια χωριά.
    Περί των ευκαιριακών πειρατικών επιδρομών, παρότι στη βιβλιογραφία δεν έχουν αποτιμηθεί ποσοτικά και ποιοτικά, η συντέλεσή τους είναι αδιαμφισβήτητη. Βέβαια οι Βενετσιάνοι είχαν οργανώσει ένα δίκτυο άμυνας και προειδοποίησης που απλωνόταν στο νησί, επανδρωμένο κυρίως από ντόπιους πολιτοφύλακες (γνωστοί και ως cernidi) με καθήκον, μεταξύ άλλων, τη φρούρηση των χωριών απ' αυτές τις επιθέσεις [2]. Αναλογιζόμενοι το γεγονός αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι επιδρομές μάλλον δεν ήταν συχνές, ούτε ιδιαίτερα καταστροφικές. Ελλείψει στοιχείων όμως δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.
    Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν σωζώμενες αφηγήσεις αιχμαλώτων. Κάποια τεκμήρια που ανασύρθηκαν από το πρωτοπαπαδικό αρχείο των Αρχείων Νομού Κέρκυρας μας διηγούνται δύο σχετικές ιστορίες [8]. Εμπεριέχονται σε προσφυγές στις εκκλησιαστικές αρχές του τόπου για λύση ζητημάτων που ρυθμίζονταν από εκκλησιαστικούς κανόνες. Τα στοιχεία που παραθέτουν τα αιτήματα αναδεικνύουν διάφορες όψεις της υποδούλωσης, αλλά κατά πόσο είναι αντιπροσωπευτικές είναι δύσκολο να ειπωθεί. Αίτια και συνθήκες, οι κακουχίες, η πιθανότητα απελευθέρωσης, φυσικά μέσα από έναν μακρόχρονο γεμάτο ταλαιπωρίες δρόμο επιστροφής, η συναναστροφή των σκλάβων μεταξύ τους, η δυνατότητα επικοινωνίας του αιχμάλωτου με τους δικούς του παρά τις αντίξοες συνθήκες, το ενδεχόμενο λησμονιάς της οικογένειας και πατρίδας από τον σκλάβο, οικογενειακές επιπλοκές και λοιπά.
    Στην πρώτη περίπτωση εμφανίζεται στην πρωτοπαπαδική γραμματεία το 1705 η Αντωνού, κόρη του ποτέ παπά Σταματέλου Βιτουλαδίτη από Λιβαδιοτάδες [9] και γυναίκα του Στέφου Δούκα από Μαγουλάδες. Αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον σύζυγό της «...η απορία της κυβερνήσεως και η φαμήλια αυτού εβάρηνε και έθληβε την κοινήν στάσιν και το περισσότερον η αιχμαλωσία αυτού, όπου είναι τώρα δέκα χρόνοι και περισσότερον, εσυνέβει εις το νησσίον της Ερήχουσας, άφησε δίχος τινός ανθρωπίνης βοηθείας την κατάστασίν μου...». Προσδοκούσε την επιστροφή του «...είχα όμως μεγάλην ελπίδα και υπομονήν θαρόντας...να ελευθεροθή μίαν φοράν....». Μάταια όμως «...Μ' όλον τούτο όχι μόνον από τέτοιον καιρόν δεν μου έστυλε γραφήν της ειδησεώς του αμή τώρα ύστερα έμαθα πως απελπίζοντας της θείας βοηθείας αποστάτησε από της πίστεως και εσυνετάκτη (φευ του πτώματος) τη μιαρά και ασυνέτω θρησκία του Μωάμεθ και έγηνε Τούρκος αρνησάμενος το γλυκίτατον όνοματου Χριστού του αληθηνού Θεού....». Επιπλέον, ο σύζυγος «..ουδέν λογισάμενος τον υιόν όπου εγένησε μετ' εμού όντος αυτού εν τω κόλπω της ορθοδόξου πίστεως, εσμήκτη εις ακάρθατον και βδεληράν συναλαγήν αποστάτης μετά ετέρας Τούρκας εκ της αυτής θρησκίας και εγένησε και παίδας....». Στο τέλος καταλήγει στο αίτημά της «..προσφέρουσα την βεβαίωσιν της αυτού αποστάσεως και μιαράς συναλλαγής του αυτού ποτέ Χριστού νυν δε του δέμωνος υπικόου αναζητώ την τέλειαν λίσην εκ του ποτέ συνοικεσίου μου επειδή και ο αυτός ανάξιος ποτέ ανήρ μου πνευματικώς εχωρίστει της ζωής της πίστεως και γέγονεν νεκρός [10]...».
    Μάλιστα προσήλθαν μάρτυρες να πιστοποιήσουν τα λεγόμενα της Αντωνούς ώστε να της χορηγηθεί το διαζύγιο, οι Σταματέλλος Παγιάτης και Ιερώνυμος Γουδέλης από Μαγουλάδες αμφότεροι. Απελευθερωμένοι σκλάβοι, με τις καταθέσεις τους φωτίζουν τις πτυχές του περιστατικού. Ο Σταματέλλος αναφέρει ότι «...με το να με πιάσουν σκλάβον εις την Ερίχουσαν ανταμώς με τον Στέφον Δούκα και με άλλους τριάντα νομάτους οι Τούρκοι [11] όπου ήλθαν με μιαν γαλιότα εκεί εις το νησί της Ερίχουσας όπου εδουλεύαμεν τα χωράφια εδώ και δώδεκα χρόνους πλέον ολιγότερον μας επήραν οι αυτοί Τούρκοι εις το Δουλτζίνο [12] και μας επούλησαν εις διάφορους Τούρκους...». Εκεί λοιπόν «...έτυχε να ιδώ μιαν ημέραν τον αυτόν Στέφο Δούκα να τον σέρνουν οι Τούρκοι εις το μετζίτη [13] τους....και αυτός μετά χαράς να πηγαίνει. Μας έλεγαν οι συνακολουθούντες Τούρκοι, βλέπετε πως ετούτος μετά χαράς γίνεται Τούρκος, δια τούτο γενείται και εσείς να γλύσετε από τα βάσανα της σκλαβιάς....εδακρύσαμεν και εκλαύσαμεν την καταφρόνια όπου έκαμε της πίστεώς μας....». Στη συνέχεια εξιστορεί «...ήυρα τρόπον και έφυγα και επήγα εις την πόλιν [14] και από την πόλιν έτυχε να με μεταπιάσουν σκλάβον και να με πουλίσουν εις τα μπαρμπαρέζικα καράβια τα οποία επήγεναν τότε εις την Μπαρμπαριά [15] και με επούλησεν εκείνος ο Μπαρμπαρέσος όπου με αγόρασεν εις άλλον Μπαρμπαρέσον εκεί εις την Μπαρμπαριά και εκεί στέκοντας σκλάβος ενέα χρόνους εξαγοράστηκα πέρσι και ήλθα εις την πατρίδα μου....».
    Ανάλογες πληροφορίες δίνει και ο Ιερώνυμος μολονότι είχε αιχμαλωτιστεί πιο πρόσφατα «...Είναι επτά χρόνοι όπου με έπιασαν σκλάβον εις την Ερίχουσαν οι Τούρκοι και με επήραν εις το Δουλτζίνο και με επούλησαν εις άλλον Τούρκον της αυτής χώρας...». Σχετικά με την αποστασία του Στέφου «...πριν παρά να γενή Τούρκος εφανέρωσε την κακήν του θέλησιν εις εμάς τους ετέρους σκλάβους όπου ευρισκόμασθεν εκεί και εγώ τον ενουθέτουνα και τον επαρακίνουνα ανταμώς με τους άλλους να ενθυμηθή το βάπτισμα και την ορθόδοξον πίστιν....όπου τα πάντα είδα ως γύτωνας όπου ήμουν και συχνάκις εμείς οι σκλάβοι εσυναναστρεφομάσθενε..». Τελικά «..μετά δε ταύτα εις τέσσερης χρόνους κατόπι αν δεν σφάλω εξαγοράσθηκα και ήλθα εις το χωρίον μου όπου είμαι εδώ και τρης χρόνους...».
    Εδώ ανακύπτουν και προβληματισμοί. Οι κερκυραίοι χωρικοί είχαν αγροληψίες στην Ερείκουσα ή εκτελούσαν κάποια αγγαρεία; Η Ερείκουσα φαίνεται πως ήταν ευάλωτη στις επιδρομές και μήπως έτσι εξηγείται η εισαγωγή αγροτικών χεριών από την Κέρκυρα; Παράλληλα διακρίνεται ασυμφωνία μεταξύ των δυο μαρτύρων στη χρονική στιγμή της αποστασίας. Ίσως αυτό οφείλεται σε σύγχυση και απώλεια αίσθησης χρόνου. Μπορεί να είναι ψευδείς κάποιες πληροφορίες, όπως συμβαίνει παρακάτω, για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό της Αντωνούς.
    Τη δεύτερη ιστορία την εξιστορεί ο Στάθης Πετριτής, νόθος γιος του ποτέ μισέρ Βίτζου, το 1710. Πέρασαν «...χρόνοι δεκατέσσαρις έως του νυν όπου εχμαλοτεύθηκα από τους Αγαρινούς...όπου έμεινα χορισμένος από την νόμιμον μου γυνή ονόματι Χρυσή και από δυο μου παιδιά αρσενικά, όπου μετ' αυτήν μου εχάρισε ο εύσπλαγχνος Θεός, εναβάγισα, εδάρθηκα εκατάπεδευθικα με σκλυρά σήδερα εις τα ποδάρια και χαλκάδες εις τον λεμόν, τελοσπάντων με έριξαν οι άπιστοι εις την Μπαρμπαριά και με τα σήδερα έλαμνα το κουπί εις τα κάτεργα τα μπειλέρικα [16]....». Εντούτοις «...δεν έλειψα αν καλά και δεδεμένος εις τέτοιαν  σκληρώτατην αιχμαλοσίαν....να γράψω της γυνής μου με τρεις και τέσσαρες επιστολάς την μεγάλην μου κακοριζικιάν με τα πλεούμενα όπου ήχουν στράτα εισε τούτα τα μέρη....». Η πολυπόθητη απελευθέρωση κατέληξε σε μια έκπληξη «...με το μέσον της φυγής και ιξιώθηκα να ιδώ την γλυκυτάτην μου πατρίδα να αγγαλιάσω τα παιδιά μου και την γυνήν μου, ευρίσκω αυτήν με άλλον άνδρα πράγμα φρηκτόν εις του λόγου μου και βαρύ σκάνδαλον εις τον λαόν....». Η Χρυσή είχε προχωρήσει στον νέο δεσμό αφότου «...επρόσφερε αυτή εις ταις 7 του Μαρτίου των 1709 εμπρόστεν της εκκλησιαστικής της δικαιοσύνης πως εγώ τάχα να αποβίωσα από τούτον τον πικρόν κόσμον κρύβοντας της δικαιοσύνης την αλήθιαν και με τέτοιον δολερόν τρόπον ιξιώθη να απεράση εις δεύτερον συνικέσιον με τον Κυριάκη του ποτέ Δήμου ως φανερώνει το θέλημα όπου τους εδώθη από την ιεροκαγγελαρίαν [17] της όπου λέγουν αμφωτέρους εις γάμον δεύτερον.... ». Ο Στάθης αδικημένος αιτείται «...δια δικαιωσύνην να διωριστή η χώρησις της γυνής μου από τον δεύτερον άνδρα και να επιστραφή εις εμέ τον πρώτον και νόμιμον και εάν παρακούση να κανονισθή ως μοιχαλίδα καθώς κελεύουν οι θείοι και ιεροί νόμοι....».
    Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθούν και δεδομένα της άλλης όψης του νομίσματος. Δηλαδή η παρουσία μουσουλμάνων σκλάβων στο νησί. Κάποιες μνημονεύσεις εντοπίζονται στο πρωτοπαπαδικό αρχείο. Ενδεικτικά επισημαίνεται ο μισέρ Μίχος Σαούλης από το Σαν Ρόκο που το 1698 ζήτησε άδεια από τις εκκλησιαστικές αρχές για τη βάφτιση τριών σκλάβων του, δυο Τούρκων και μιας Τούρκας [18]. Επίσης ο λόγιος ιερομόναχος Νικόδημος Καροφυλλάτος, κτήτορας της Αγίας Αικατερίνης στην πόλη, στα τέλη του 17ου αιώνα βάφτισε Μαρία την Τούρκα ονόματι Μπέϊκο που ήταν σκλάβα του μισερ Μπαζέγιου (Βασίλειου) Προσαλέντη [19]. Το μυστήριο τελέστηκε στην Υ.Θ. στο Κονδυλονήσι [20]. 

Πηγές - Σημειώσεις 
[1] Καρύδης Σπ.,  «Σκλάβοι στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα», Ίστωρ 7 (1994), σ. 93-108.
[2] Αθανάσαινας Γ., ~1537~ Η πολιορκία της Κέρκυρας από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τα ταξίδια του Σαιν Μπανκάρ στις ελληνικές θάλασσες, Κέρκυρα, 2008. Στη σ.60 παρατίθενται στοιχεία για την αμυντική οργάνωση του νησιού.
[3] Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου Έλλη, Κερκυραϊκά, Αθήνα, 1997, σ. 63. Άλλη πηγή  (Μαλτέζου Χρύσα, «Συγκρότηση του πληθυσμού στα Κύθηρα της Βενετικής περιόδου», Ζ΄ Πανιόνιο Συνέδριο, Λευκάδα, 26 – 30 Μαΐου 2002. Πρακτικά, τόμος Β΄, Αθήνα 2004, σ. 292, υποσ. 9.) αναφέρει ότι στα απομνημονεύματα του Μπαρμπαρόσσα, επικεφαλής του Οθωμανικού στόλου στον Γ΄ Βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1540), γίνεται λόγος για αιχμαλωσία 20.000 περίπου ανθρώπων στη διάρκεια των επιδρομών του σε 28 νησιά και 7 κάστρα του ελληνικού χώρου, άγνωστο όμως αν περιλαμβάνεται η Κέρκυρα σ' αυτά. Αν ναι, τότε ο αριθμός των Κερκυραίων αιχμάλωτων είναι σίγουρα κάτω από 22.000. Ο αριθμός των νεκρών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, σαφώς όμως ήταν μεγάλος.
[4] Παγκράτης Γερ., Κοινωνία και Οικονομία στο Βενετικό κράτος της Θάλασσας (1498-1538), Αθήνα, 2013, σ. 154. Αναφέρονται συνολικά πληθυσμιακά στοιχεία και για μεταγενέστερες χρονιές ωστόσο πρόκειται κυρίως για εκτιμήσεις που μάλιστα παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα το 1553, μια πηγή αναφέρει 30.000 ψυχές στο νησί ενώ άλλη 22.000.
[5] Ροδολάκης Γ. Ε., Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη Λυδία, «Οι πράξεις του νοτάριου Αγίου Ματθαίου Κέρκυρας Πέτρου Βαραγκά (1541-1545)», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τόμος 32, Αθήνα, 1996, σ. 207-339. Ενδεικτικά, καταγράφονται 4 επιστροφές σκλάβων στο Ζυγονό, αφανισμένο σήμερα χωριό ΝΑ του Άι Μαθιά, αλλά η ανεπάρκεια στοιχείων θεωρούμε πως δεν επιτρέπει τη στατιστική αποτίμηση των απελευθερώσεων ή γενικεύσεις.
[6] Κόλλας Χ., Η νήσος των Κορυφών τον 16ο αιώνα, τόμοι Α΄ & Β΄, Κέρκυρα, 1994-1996. Στον Β΄ τόμο σ. 101-131 παρατίθενται αποσπάσματα νοταριακών πράξεων σχετικών με τις επιπτώσεις της πολιορκίας.
[7] Κόλλας Χ., Χώρος και πληθυσμός της Κέρκυρας του 17ου αιώνα, Κέρκυρα, 1988.
[8] Α.Ν.Κ., Μεγ. Πρωτοπαπάδες  Φ15, φ. 719r - 720v και φ. 973r-v. Στα μεταγραμμένα χωρία τηρήθηκε η πρωτότυπη ορθογραφία, έγινε χρήση μονοτονικού συστήματος και προστέθηκαν κεφαλαία γράμματα για να ορίσουν τα κύρια ονόματα.
[9] Δεν εντοπίστηκε η θέση του χωριού, πρέπει να βρισκόταν κοντά σε Αλειμματάδες.
[10] Προφανώς πνευματικά, έχοντας αλλαξοπιστήσει.
[11] Μάλλον δεν δηλώνει εθνοτική προέλευση αλλά θρησκευτική ταυτότητα.
[12] Η σημερινή πόλη Ulcinj του Μαυροβουνίου.
[13] Άγνωστης σημασίας, ίσως εκ του τουρκικού mescit = τζαμί.
[14] Πιθανότατα νοείται η Κωνσταντινούπολη.
[15] Μέση και δυτική παράκτια περιοχή της Βόρειας Αφρικής.
[16] Άγνωστης σημασίας.
[17] Πρωτοπαπαδική γραμματεία.
[18] Α.Ν.Κ., Μεγ. Πρωτοπαπάδες  Φ19, βιβλίο Πολυπίκοιλων, φ. 15r.
[19] Α.Ν.Κ., Μεγ. Πρωτοπαπάδες  Φ15, φ. 917r.
[20] Ναός που βρισκόταν στο Μπρουζάδο.


 Γιώργος Πουλής